ΑΡΧΕΙΟ

Εμφάνιση περισσότερων

Τα πέντε συλλεκτικά παραμύθια από το Μικρό Κεφαλόβρυσο (συγκεντρωτικά)


Στο άρθρο αυτό παραθέτουμε συγκεντρωτικά τα ''πέντε παραμύθια από το Μικρό Κεφαλόβρυσο'', κείμενα τα οποία στην πρωτότυπη έκδοση τους βρίσκονται στο περιοδικό "Τρικαλινά" (Σωτήρης Ρουσιάκης/λαϊκά παραμύθια από το Μικρό Κεφαλόβρυσο-τόμος 28/2008) του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων (Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Τρικάλων).

Από μέρους μας έγινε προσπάθεια μιας πιο σύγχρονης απόδοσης, με σεβασμό στα αρχικά κείμενα.

 Το παιδί του ψαρά και το καλό ψάρι:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς. Πήγαινε, μάζευε ψάρια. Τα πουλούσε και μεγάλωνε την οικογένεια του. Είχε ένα παιδάκι μοναχά. 

Πηγαίνει μια μέρα και πιάνει ένα ψάρι μοναχά, μεγάλο. Δεν είχε άλλα ψάρια στα δίχτυα.

- Έλα εδώ εσύ, του λέει του ψαριού ο ψαράς. Ένα; Ένα! Τουλάχιστον είσαι μεγάλο και θα κάνω δουλειά, θα βγάλω τα λεφτά μου.

Γυρνάει και μιλάει ανθρώπινα το ψάρι:

- Άσε με και κάθε μέρα που θα έρχεσαι στη θάλασσα θα παίρνεις ένα τόνο ψάρια να κάνεις την δουλειά σου. Με ένα ψάρι τι δουλειά θα κάνεις;

-Α μωρέ τα ψέματα τα δικά σου θα κάτσω να ακούσω!

Πάει να πιάσει το ψάρι και σπαρταράει το ψάρι, του τυφλώνει τα μάτια και πετιέται στη θάλασσα. Σηκώνεται ο παππούς πάει στο σπίτι.

- Βρε πατέρα τι έπαθες; Πώς είσαι έτσι; Ρώτησε το παιδί. 

- Α, παιδί μου με τύφλωσε ένα ψάρι!

- Μα πως σε τύφλωσε ένα ψάρι;

- Με τύφλωσε το ψάρι. Πήγα το έπιασα και μίλησε ανθρώπινα, κουβέντιασε ανθρώπινα. Και μου είπε, ένα ψάρι τι θα μου κάνει.  Θα μου δίνει ένα τόνο ψάρια κάθε μέρα, αρκεί μοναχά να το αφήσω να μπει μέσα στη θάλασσα. Και εγώ θέλησα να το πιάσω να το πάρω. Θα πας να το πιάσεις χωρίς να του πεις τίποτα. Θα το φέρεις να το ψήσω στα κάρβουνα να το φάμε. Με τύφλωσε! Το παιδί πήρε τα δίχτυα και πήγε στη θάλασσα. Το έπιασε το  ψαρί, το παιδί. 

- Άσε με. Λέει πάλι αυτό. Και θα παίρνεις ένα τόνο ψάρια κάθε μέρα.

- Εντάξει. Λέει το παιδί.

Μάζεψε ένα τόνο ψάρια. Πάει στο σπίτι. 

- Το έπιασες, παιδί μου; Λέει ο πατέρας. 

- Το έπιασα, λέει το παιδί, και το άφησα στη θάλασσα, πατέρα! Και είπε την κάθε μέρα που θα πηγαίνουμε θα μας δίνει από ένα τόνο ψάρια να παίρνουμε να κάνουμε τη δουλειά μας!

- Α τι έκανες! Το ψάρι αυτό με τύφλωσε!

- Πατέρα κάτσε καλά!

- Να σηκωθείς να φύγεις! Δε σε θέλω εδώ! Να φύγεις γρήγορα!

Τώρα το παιδί τι να κάνει; Σηκώθηκε, έφυγε σκεπτικό, στεναχωρημένο, άκρη άκρη στην ακροθαλασσιά. Α! Το ψάρι γίνεται άνθρωπος! Έγινε άνθρωπος, βγαίνει από τη θάλασσα! Πηγαίνει στην ακροθαλασσιά βρίσκει το παιδί και του λέει:

- Ε καλημέρα, καλόπαιδο! Τί κάνεις;

- Α εδώ γύρω, βόλτα.

- Μπα σε βλέπω στεναχωρημένο!

- Τι κάνω γέροντα; Στεναχωρημένος είμαι γιατί με κυνήγησε ο πατέρας μου!

- Γιατί σε κυνήγησε; Τί κακό έκανες;

- Δε τον άκουσα σε μια κουβέντα που μου είπε και τώρα με κυνηγάει. Το μετάνιωσα κι εγώ. Τώρα δε με θέλει στο σπίτι.

Του είπε την ιστορία για το ψάρι το παιδί.

- Αφού σε κυνηγάει ο πατέρας σου δεν έρχεσαι να ζήσουμε μαζί;

- Πού να πάμε;

Σηκώνονται πάνε σε μια πολιτεία. Άνοιξαν ένα καφενείο και ζούσαν εκεί. Μετά από δύο χρόνια, τρία, βλέπει στην εφημερίδα ο γέροντας μια αγγελία που λέει: ''Όποιος δουλέψει υπάλληλος σε εμένα του δίνω τρεις χιλιάδες το μήνα, ψωμί, φαγητό, ποτό και να δουλέψει για ένα χρόνο''. Τρεις χιλιάδες το μήνα ήταν πολλές!

- Βρε παιδί μου, κοίτα τη γράφει η εφημερίδα, λέει ο γέροντας. Είναι τρεις χιλιάδες το μήνα για ένα χρόνο, να τρως, να πίνεις, να δουλεύεις.

- Θα πάω εγώ! Λέει το παιδί.

Σηκώνεται το παιδί πηγαίνει βρίσκει αυτόν που είχε βάλει την αγγελία στην εφημερίδα και του λέει:

- Εσύ είσαι το αφεντικό που πληρώνει τρεις χιλιάδες το μήνα; Ένα χρόνο να είναι υπάλληλος στο σπίτι σας να δουλεύει;

- Ναι εγώ.

Το πήρε στη δουλειά! Έκατσε το παιδί και δούλεψε... Μετά από καιρό λέει το αφεντικό:

- Παιδί μου, σήμερα θα σαμαρώσεις σαράντα πουλάρια. ογδόντα τσουβάλια τροφή. Ψάρια, βρώμη, ψωμί, στάμνες με νερό.

Εντάξει τα μάζεψε το παιδί.. Ανεβαίνει καβάλα και πηγαίνει καραβάνι. Πήραν δρόμο μια ημέρα ολόκληρη...

Πάνε μέσα σε μια ερημιά μεγάλη. Μια στοά μεγάλη. Τους πήρε μια μέρα για να φτάσουν.

- Εμπρός, λέει το αφεντικό στο παιδί, μάζεψε τα τσουβάλια, μπες στη στοά και ό,τι υπάρχει μάζεψε το και γέμισε τα τσουβάλια μέχρι πάνω!

Πήγε το παιδί. Γέμισε τα τσουβάλια και τα έδεσε καλά. Είχε χρυσό εκεί στη στοά. Τα φόρτωσαν μαζί με το αφεντικό. Τα φόρτωσαν καλά τα πουλάρια. Έκατσαν. Έφαγαν ψωμί.

Αυτός έπαιρνε μια στάμνα με νερό και την έβαζε στη στοά και έλεγε του υπαλλήλου: ''Πήγαινε να φέρεις την στάμνα με το νερό''. Πήγαινε ο υπάλληλος να πάρει τη στάμνα με το νερό, αυτός τον έκλεινε μέσα με μεγάλη κοτρώνα μπροστά στην είσοδο. Πέθαινε ο υπάλληλος...  Του χρόνου άλλος υπάλληλος...

- Πάρε την στάμνα από μέσα να φύγουμε, λέει το αφεντικό στο παιδί.

Πηγαίνει το παιδί μέσα να την πάρει... Μπαμ η κοτρώνα! Το έκλεισε το παιδί μέσα!

- Βρε τί κακό έκανα; Βρε τί σου έκανα; Βρε άνοιξε την πέτρα!

Τίποτα! Έμεινε μέσα κλεισμένος. Μέσα στην στοά και η άλλη άκρη ήταν κλεισμένη από κοτρώνα. Και  εκεί ήταν ένας λύκος που πήγαινε και έτρωγε τα πτώματα. Πάει ο λύκος. Το παιδί ήταν ζωντανό ακόμα, δεν είχε πεθάνει. Πάει στο παιδί... Α!!! Ορμά! Φοβήθηκε το παιδί! Με τον φόβο που έκανε το παιδί, πάει ο λύκος να φύγει, πιάνεται απ'την ουρά του λύκου και τον παίρνει σβάρνα και βγάζει το παιδί έξω από την άλλη άκρη.

την ώρα που έβγαινε το παιδί έξω, σκέφτηκε ότι γέμισε τα τσουβάλια με αυτό το χώμα και έτσι έβγαλε τα χέρια και γέμισε τις τσέπες του από αυτό το χρυσό χώμα. Βγήκε το παιδί στην ερημιά. Τί να κάνει; Πώς να φύγει; Βλέπει ένα καράβι βαθιά πολύ. Βγάζει το πουκάμισο του το βάζει σε ένα ξύλο και αρχίζει να του κουνάει πέρα δώθε. Να τον δει κάποιος άνθρωπος από το καράβι

Τον βλέπει από το καράβι ένας ναύτης...

- Ε!!! Φωνάζει ο ναύτης.

- Τί; τον ρωτάει ένας άλλος.

- Άνθρωπος εκεί, εκεί μέσα στην ερημιά. Πώς να πάμε εκεί; Δεν μπορούμε να πάμε ως εκεί;

Βγήκαν όλοι οι ναύτες πάνω στο καράβι και έκαναν νοήματα στο παιδί.  Και έκανε και το παιδί. Και άντε προς τα εκεί το καράβι. Και άντε το καράβι προς το παιδί. Τον πήραν μέσα!

- Πού θέλεις να πας παιδί;

- Θέλω να πάω...εκεί.

- Εντάξει!

Το πήγαν εκεί που ήθελε. Την ώρα που έφευγε από το καράβι το παιδί, έπρεπε να πληρώσει...

- Δεν έχω τίποτα να σας πληρώσω. Αυτό το χώμα που έχω στη τσέπη θα σας δώσω!

Κοιτάει ο καπετάνιος... Χρυσός!

- Άμα μα έδινε ο κόσμος τέτοιο πράγμα, εμείς θα είμασταν πλούσιοι.. Αυτό είναι χρυσός!

- Δεν ξέρω, λέει το παιδί. Αυτό είναι χώμα. Εκεί που είμασταν με έβγαλε ο λύκος από μέσα. Αυτό το χώμα μάζεψα.

- Να πάμε να δούμε τι χώμα είναι αυτό στη στοά που έχει και χρυσό.

Πάει στον παππού μετά από δύο χρόνια. Μόλις τον είδε ο παππούς... Ο παππούς ήξερε που βρισκόταν το παιδί και τι έπαθε...

- Ήρθες παιδί μου!

- Ήρθα παππού!

- Τί έγινε, πέρασες καλά;

Δεν μαρτύρησε το παιδί τί έπαθε.

- Καλά πέρασα, καλά! Δεν έφερα τόσα λεφτά όμως.

- Δεν πειράζει παιδί μου, δεν πειράζει! Αυτά που έφερες.

- Του βγάζει το παιδί στο τραπέζι. Φραπ, φραπ! Τρία-τέσσερα σακούλια χώμα.

- Ε, ε θα κρατήσουμε το μαγαζί! Λέει ο παππούς.

Το κράτησαν το μαγαζί. Το έφτιαξαν μεγαλύτερο.  Τον άλλον τον χρόνο διαβάζουν στην εφημερίδα την ίδια αγγελία: ''Ποιος θέλει  δουλειά, θα του δώσω τρεις χιλιάδες λίρες το μήνα''...

- Θα πάω εγώ! Λέει ο παππούς.

- Όχι, παππού! Λέει το παιδί.

- Όχι εγώ θα πάω τώρα! Θα μπορέσω να κάνω την δουλειά αυτή. 

Σηκώνεται ο παππούς πάει εκεί.

- Καλημέρα αφεντικό! Λέει ο παππούς.

- Καλημέρα!

- Εσύ είσαι αυτός που πληρώνει τρεις χιλιάδες το μήνα;

- Εγώ είμαι! Θα μπορέσεις εσύ παππούς να βγάλεις την δουλειά πέρα;

- Ι!!! Ι!!! Λέει ο παππούς. Και εσένα ακόμα φορτώνω στην πλάτη μου.

Τέλος πάντων έκατσε καμιά εβδομάδα. Έπειτα το αφεντικό λέει στον παππού:

- Σήμερα, παππού, θα σαμαρώσεις σαράντα πουλάρια. ογδόντα τσουβάλια τροφή για τα πουλάρια, για εμάς και φύγαμε.

- Ναι, αφεντικό αλλά θέλω και εγώ να μου κάνεις μια δουλειά ακόμα. Θέλω να πάρεις ένα τουφέκι και πεντακόσια φυσίγγια!

- Τι θέλεις τόσα φυσίγγια, παππού; Πεντακόσια φυσίγγια!

- Δεν ξέρεις καμιά φορά τι θα βρούμε εκεί που θα πάμε!

- Και τί θα κάνεις εσύ, αφού είσαι γέροντας;

- Ας είμαι γέροντας, σκοτώνω! Κάνω πόλεμο εγώ!

Γέλασε εκείνος: ''Άσε, άσε! Ένας παππούς τώρα!'' Του παίρνει ένα τουφέκι, του παίρνει και 500 φυσίγγια! Πηγαίνουν... Φτάνουν στο μέρος.

- Εδώ είναι; Ρωτάει ο παππούς.

- Εδώ! Απαντά το αφεντικό.

- Εντάξει.

Φορτώνουν. Όλα καλά. Τα φόρτωσαν όλα τα πουλάρια. Έφαγαν ψωμί. Του λέει το αφεντικό:

- Παππού!

- Ε;

- Πήγαινε μέσα να πάρεις την στάμνα με το νερό.

- Γιατί να μην πας εσύ και να πάω εγώ; Να πας εσύ! Λέει ο γέροντας.

- Εγώ σε πληρώνω, σε έχω υπάλληλο! Εγώ θα πάω το αφεντικό;

- Εσύ να πας!

Σηκώνεται, πάει. Μπαμ με το τουφέκι ο παππούς. Τον κλείνει μέσα με την κοτρώνα.

Σηκώνεται ο παππούς πάει στο παιδί. Πηγαίνει με τα πουλάρια φορτωμένα χώμα χρυσό. Έφτιαξαν μαγαζιά, ολόκληρες πολυκατοικίες, τετράγωνα ολόκληρα.

- Τώρα παιδί μου κάναμε πολλά πλούτη. 

- Φτιάξαμε, παππού, αλλά δεν είναι δικιά μου η δουλεία, είναι δικιά σου.

- Α έχουμε συνεταιρισμό, τα έχουμε μαζί ένα!

- Καλά, παππού, όπως θέλεις εσύ.

- Τώρα θέλω να παντρευτείς εσύ. Να παντρευτείς όποια θέλω εγώ. Εντάξει;

- Εντάξει.

- Τώρα ανέβα σε ένα άλογο καλό και θα πας απέναντι από το παλάτι. Θα καθίσεις και θα έρθει ο λουστράκος... Θα έρθει ο λουστράκος, θα σου πάρει το άλογο, θα σου γυαλίσει τα παπούτσια. Εσύ και θα τον κεράσεις και την αμοιβή θα του δώσεις και γερό φιλοδώρημα. Μετά θα πάρεις μια εφημερίδα και θα πιείς έναν καφέ. Δε θα πάρεις ρέστα. Θα τα αφήσεις όλα στο παιδί. Και θα σε δει η βασίλισσα και θα σε θαυμάσει και θα σου δώσει την κόρη της.

- Την βασιλοκόρη, παππού;

- Την βασιλοκόρη. Θα την κάνεις γυναίκα σου!

 Έκανε το παιδί ό,τι του είπε ο παππούς. Πηγαίνει, κάθεται στο καφενείο, τον βλέπει η βασίλισσα, τον θαύμασε.  Τον είδε που ήπιε τον καφέ και δεν πήρε τα ρέστα. Πηγαίνει στον βασιλιά. Λέει του βασιλιά:

- Θέλω να βρούμε γαμπρό στη θυγατέρα.

- Πού να τον βρούμε;

- Δεν ξέρω. Να ψάξουμε να τον βρούμε! Ένα παλικάρι που να μην παίρνει ρέστα.. Έναν λεβέντη πάνω σε ένα άλογο. Έναν λεβέντη. Πρέπει να τον βρούμε!

Την άλλη μέρα τον έστειλε ο παππούς πάλι στο καφενείο. Πηγαίνει στο καφενείο.. Τον πλησιάζει η βασίλισσα. Τον ρωτά που από που είναι, την διεύθυνση του. Την έδωσε την διεύθυνση. Την άλλη μέρα έγινε το προξενιό! Παντρεύτηκε το παιδί την βασιλοπούλα.

Έκατσαν λίγο καιρό...

- Τώρα, λέει ο παππούς στο παιδί, θα χωρίσουμε. 

- Γιατί βρε παππού να χωρίσουμε;

- Θα μοιράσουμε όλη την περιουσία.

- Η περιουσία είναι δική σου!

- Α είπα κι ξανάπα. Περιουσία στη μέση. Θα τα μοιράσουμε όλα στη μέση. Όλα! όχι μοναχά τα μαγαζιά και το χρυσό!

- Όλα

- Θα μοιράσουμε και τη γυναίκα σου στη μέση!

Θα τη μοιράσουμε λέει το παιδί.

-Πάρε μια τριχιά!

Πήρε το παιδί μια τριχία.

- Δέσε την από τα ποδάρια

Την δένει την γυναίκα του από τα ποδάρια.

- Ρίξε την τριχιά πάνω στο δοκάρι της στέγης.

Την ρίχνει το παιδί.

- Τράβα την τριχιά και κρέμασε την! Θα την μοιράσουμε στη μέση τη γυναίκα σου, τώρα!

Την τραβάει την τριχιά το παιδί , την κρεμάει την γυναίκα του.

- Το σπαθί. Λέει ο παππούς. 

Η γυναίκα η κακούργα είχε φίδι μέσα στη κοιλιά. Αυτό γκρίνιαζε ολοένα τον άντρα της. Με το σπαθί ο παππούς... Ταγκ! Βγήκε το φίδι από το στόμα. Πετάχτηκε από το φόβο του. Του λέει ο παππούς:

- Άντε να ζήσετε! Αυτό που είχε μέσα η γυναίκα σου θα σου έτρωγε τα πνευμόνια, όλα τα χρόνια. Να ζήσετε! Εγώ είμαι ο Χριστός. Προκοπή να δείτε και πάντα πλούσιοι να είστε.

Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Το κορίτσι διάολος:

Μια φορά ήταν μια μάνα και ένας πατέρας κι είχαν ένα αγόρι αλλά ήθελαν κορίτσι. Έλεγαν:

- Θεέ μου δώσε μας ένα κορίτσι!

Τους έδωσε ένα κορίτσι διάολο, ο Θεός! Αφού τους έδωσε κορίτσι, γίνεται αυτό πέντε-έξι μηνών. Δεν χόρταινε γάλα από το μητρικό στήθος. Δεν χόρταινε από τη μάνα. Και το κορίτσι μπαίνει στο μαντρί και έφαγε ένα αρνί και με εκείνο χόρταινε και κοιμόταν. Στο μαντρί είχαν το αγόρι που φύλαγε τα πρόβατα. Παραφυλάει αυτό. ''Γιατί μου λείπει ένα αρνί κάθε βραδιά;'' Και παραφύλαξε το παιδί μια βραδιά. Και πιάνει το κορίτσι το αρνί, τσουπ! Το έπνιξε και έπινε το αίμα του. Σηκώνεται την άλλη μέρα το πρωί, πηγαίνει στη μάνα του. Της λέει:

- Μάνα!

- Τί;

- Το κορίτσι που έχουμε είναι ο διάολος.

- Διάολος να γίνεις! Γρήγορα να φύγεις από εδώ από το σπίτι μου. Γρήγορα να φύγεις!

- Μάνα τι σου λέω εγώ! Το κορίτσι είναι ο διάολος, τρώει τα αρνιά!

- Διάολος να γίνεις! Να σηκωθείς να πάρεις την κάπα σου και να φύγεις!

Σηκώθηκε το παιδί, πήρε τη κάπα και έφυγε. Αφού έφυγε, πήγε μακριά. Πολύ μακριά. Βρίσκει έναν τσέλιγκα, είχε πέντε χιλιάδες πρόβατα, πέντε χιλιάδες γίδια.  Κουβεντιάζει με τον τσέλιγκα για να φυλάει τα πρόβατα.

- Εγώ όμως, λέει το παιδί, συνεννοούμαι με τα άγρια, με τους λύκους, με τις αρκούδες, με όλα τα πράγματα. Αν ταιριάξει και περνάνε τα άγρια από εδώ, εγώ θέλω να πάρω τρία άγρια να φυλάνε τα πρόβατα.

- Όπως αγαπάς, αρκεί μοναχά να είναι καλός, τίμιος. Δε με πειράζει εμένα, ό,τι θέλεις κάνε, λέει ο τσέλιγκας.

- Εντάξει!

Ήρθε ο καιρός να γεννήσουν τα πρόβατα. Ξενυχτούσε το παιδί. Δεκαπέντε, είκοσι προβατίνες γεννούσαν. Είκοσι σαράντα γίδια γίνονταν τη βραδιά. Ξενυχτούσε το παιδί όλη τη νύχτα για να τα ξεγεννήσει. Περνάει ο λύκος.

- Ε τσομπάνη!

- Ε!

- Δε μου δίνεις ένα αρνί!

- Θα μου δώσεις και εσύ ένα λυκόπουλο!

- Α... Εγώ τρία λυκόπουλα έχω!

- Κι εγώ τρία αρνιά έχω! Του λέει.

- Εντάξει θα σου δώσω ένα λυκόπουλο!

Του δίνει ένα λυκόπουλο. Του δίνει ένα αρνί το παιδί. Την άλλη μέρα περνάει η αρκούδα.

- Ε τσομπάνη!

- Ε!

- Δε μου δίνεις ένα αρνί!

- Θα μου δώσεις και εσύ ένα λυκόπουλο!

- Α... Εγώ δύο αρκουδάκια έχω!

- Κι εγώ δύο αρνιά έχω! Λέει αυτός.

- Α πάρε ένα αρκουδάκι, να μου δώσεις ένα αρνί.

Του έδωσε το αρκουδάκι. Έδωσε το αρνί αυτός. Την τρίτη μέρα περνάει η αλεπού.

- Ε τσομπάνη!

- Ε!

- Δε μου δίνεις ένα αρνί!

- Θα μου δώσεις και εσύ ένα αλεπουδάκι!

- Α... Εγώ τέσσερα αλεπουδάκια έχω!

- Κι εγώ τέσσερα αρνιά έχω! 

- Θα σου δώσω ένα αλεπουδάκι!

Τα πήρε όλα αυτά ο τσοπάνης, τα μεγάλωσε. Ένα αρνί την εβδομάδα, τα άντερα, τα συκώτια, τα έδινε. Στην αλεπού έδινε τις κοιλίτσες, στα άλλα τα θηρία έδινε τα υπόλοιπα. Μεγάλωσαν... Τον λύκο τον έλεγαν Ασλάνη, την αρκούδα την έλεγαν Καπλάνη και την αλεπού την φώναζε Πονηρό Σκυλί. Τα μεγάλωνε εκεί μαζί του.

Στο σπίτι του παιδιού, πέρασαν τα χρόνια και το κορίτσι μεγάλωσε. Έφαγε τη μάνα, έφαγε τον πατέρα, έφαγε το χωριό. Έμενε μονάχη της μέσα στο σπίτι. Το παιδί από τα πολλά τα χρόνια, λέει στο αφεντικό:

- Αφεντικό, πόνεσα τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Θα πάω να τους δω. Θα μου δώσεις τρόφιμα, θα μου δώσεις άλογο καλό να πάω γιατί είναι πολύ μακριά. Θα μου δώσεις πράγματα για να φάω και να πιώ, ώσπου να πάω στη μάνα μου και στον πατέρα μου.

- Ναι αμέ, γιατί όχι!

- Δε μου δίνεις και τρία περιστέρια βρε αφεντικό! Μήπως αργήσω καμιά φορά. Να σου γράψω ένα γράμμα και να το φέρει το περιστέρι το γράμμα!

- Ναι αμέ, γιατί όχι!

Του δίνει τα τρία περιστέρια. Σηκώνεται το παιδί, πηγαίνει στο χωριό. Μόλις κατάλαβε ο διάολος, η αδερφή του ότι μπήκε άνθρωπος στο χωριό, πήρε το πριονάκι και τρόχισε τα δόντια της. Ήταν νηστικιά. Τρόχιζε, τρόχιζε, περίμενε... Όταν έφυγε το παιδί είπε στα σκυλιά:

- Άμα ακούσετε να φωνάξω ''Κότι Κο! Ασλάνη, Καπλάνη κι Πονηρό Σκυλί'' γρήγορα θα έρθετε εδώ. Όπου και να είμαι, θα έρθετε.

- Θα έρθουμε αφεντικό, θα έρθουμε. 

Όταν μπήκε στο χωριό βρήκε την αδερφή του που ήταν ο διάολος.

- Ω καλώς τον αδερφούλη μου. Τους πήρε η γρίπη. Πέθαναν όλοι αδερφούλη μου. Πάει η μάνα μας κι ο πατέρας μας.

Και να κλαίει αυτήν. Την κατάλαβε αυτός, την ήξερε που ήταν ο διάολος.

- Ε καλά, αδερφή μου, τι να κάνουμε!

- Καλά που έκανες κι ήρθες... Κι να με δεις κι να σε δω.  Κάτσε αδερφούλη μου, τώρα να βγω έξω εγώ να μαζέψω κανά δύο ξύλα να σου φτιάξω κάτι να φας.

Πηγαίνει έξω. Κραπ ένα ποδάρι από το άλογο! Το έφαγε. Πηγαίνει μέσα.

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες με τρία ποδάρια από το άλογο!

- Α αδερφή! Σιγά-σιγά ήρθα.

- Α θα βγω λίγο έξω. 

Κραπ! Έφαγε και το άλλο το ποδάρι!

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες με δύο ποδάρια από το άλογο!

- Ε μωρέ αδερφή, σιγά-σιγά ήρθα.

Πάει έξω, τρώει και το τρίτο ποδάρι από το άλογο!

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες με ένα ποδάρι από το άλογο!

- Ε μωρέ αδερφή, σιγά-σιγά ήρθα.

Πάει πάλι έξω, τρώει και το τέταρτο ποδάρι από το άλογο!

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες χωρίς ποδάρια από το άλογο!

- Ε σιγά-σιγά, σβάρνα-σβάρνα ήρθα...

Πάει έξω η αδερφή τρώει και το υπόλοιπο άλογο. Ήρθε μέσα.

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες με τα πόδια εδώ!

- Ε σιγά-σιγά, αδερφή, ο πόνος με έπιασε και ήρθα να σας δω.

- Καλά έκανες. Λέει αυτή.

Πηγαίνει αυτή στο τζάκι, γανώνεται  παντού, για να μπορέσει να ξεφύγει αν χρειαστεί.

- Τώρα αδερφούλη μου, λέει αυτή, θα σε φάω ή θα με φας!

- Ε αδερφή, αν είναι να με φας, να βγω έξω, να πλυθώ καλά! Κοίτα πως είμαι! Χάλια είμαι!

- Να πας αδερφούλη μου, λέει αυτή.

Ήθελε να έχει καιρό να τροχίσει τα δόντια της με το πριονάκι, μετά από τόσο φαγητό από το άλογο...

Βγήκε έξω αυτός. Πάει στην βρύση, την ανοίγει. Πετάχτηκε το νερό. Βρ βρ βρ βρ! Έβαλε τα περιστέρια στην κοπάνα και τα είπε να πλατσουρίζουν στο νερό. Μετά τα είπε ότι θα φύγει αυτός και αυτά να πετάξουν και να φύγουν μόλις βγει έξω αυτή, γιατί αυτή είναι ο διάολος. 

- Άντε αδερφάκι μου! Φώναξε αυτήν από μέσα.

- Τώρα-τώρα! Έλεγαν τα περιστέρια

- Ο αδερφός φεύγει. Βγαίνει έξω αυτή, βρίσκει τα περιστέρια. Πραφ! Τα περιστέρια έφυγαν. Έφτασαν το παιδί και του είπαν:

- Φεύγα γιατί ακούσαμε την κουβέντα που είπε ''Που θα πας θα σε φτάσω''

Φεύγει αυτός, μακριά. Από πίσω αυτήν τον κυνηγά. Πάει βρίσκει τρία δέντρα στην σειρά, το ένα κοντά στο άλλο. Ανεβαίνει στο πρώτο ψηλά. Πάει η αδερφή του να τον φάει. 

- Που θα πας θα σε φτάσω, του λέει.

- Αμ τώρα αφού με έφτασες θα με φας, λέει αυτός.

Άρχισε αυτή να κουνά το δέντρο, να το σπρώχνει, να πέσει κάτω. Έπεσε κάτω το δέντρο. Κοιτάει αυτήν στα φύλλα μέσα, τίποτα. Ο αδερφός μπήκε και κρύφτηκε στο δεύτερο δέντρο, στα κλαδιά και άρχισε να φωνάζει:

- Κότι Κο! Ασλάνη, Καπλάνη κι Πονηρό Σκυλί, γρήγορα να έρθετε εδώ.

...Τα λόγια έφτασαν μέχρι το μαντρί, όπου τα τρία άγρια ζώα φύλαγαν τα ζώα.

- Κάτι άκουσα, λέει η αλεπού, το αφεντικό μας ζητάει.

- Α, λέει ο λύκος με την αρκούδα, εμείς με μεγαλύτερα αυτιά και δεν ακούσαμε, άκουσες εσύ με μικρότερα!

- Ακούστε, το αφεντικό μας ζητάει, λέει η αλεπού!

Το παιδί άρχισε να φωνάζει πάλι:

- Κότι Κο! Ασλάνη, Καπλάνη κι Πονηρό Σκυλί, γρήγορα να έρθετε εδώ.

Κάτι ακούω, λέει η αρκούδα.

Φωνάζει πάλι αυτός:

- Κότι Κο! Ασλάνη, Καπλάνη κι Πονηρό Σκυλί, γρήγορα να έρθετε εδώ.

- Εμπρός να φύγουμε, το αφεντικό μας ζητάει.

Τρέχουν γρήγορα και φτάνουν στο αφεντικό. Βλέπουν την αδερφή του και ορμάνε.

- Φάτε την, λέει αυτός.

- Α λέει αυτήν, αν τα φάω, θα φάω κι σένα! Λέει στον αδερφό της. 

- Άμα τα φας, λέει αυτός, θα φας κι εμένα. Άμα σε φάνε, θα γλυτώσω κι εγώ.

Ορμάνε τα σκυλιά στο κορίτσι. Πάλεψε, πάλεψε αυτό με τα σκυλιά, απελπίστηκε. Ήταν δυνατά. Κατάλαβε ότι θα την φάνε.

- Πες στα σκυλιά, να σταματήσουν ένα λεπτό να σου πω τρεις κουβέντες και να με φάνε ύστερα.

- Σταματήστε, λέει αυτός στα σκυλιά, κάτι θέλει να μου πει!

- Άμα θα με φάνε, να μου αφήσουνε την καρδιά, λέει. Τα άλλα να τα φάνε. Την καρδιά να την κάψεις στο τζάκι στο δωμάτιο που κοιμάμαι εγώ. Θα ανάψεις φωτιά και θα την καψαλίσεις εκεί, να γίνει άμορφη μάζα, να γίνει στάχτη. Θα την πάρεις θα την κοσκινίσεις μέσα στη μέση στο μεσοχώρι. Θα βγει όλος ο κόσμος. Θα βγουν η μάνα μας και πατέρας μας, αυτοί οι δύο που έφαγα πρώτα. Και μετά θα βγει όλος ο κόσμος και τα πράγματα, και τα πρόβατα και τα ήμερα. Μέσα στο μεσοχώρι, θα βγουν όλα. Θα σου κάνουν καλό.

- Φάτε την, μονάχα την καρδιά να αφήσετε!

Την έφαγαν τα σκυλιά και άφησαν μοναχά την καρδιά. Τα σκυλιά έφυγαν μετά πίσω στα πρόβατα που φυλούσαν. Την πήρε αυτός την καρδιά, την καψάλισε, την έκανε στάχτη, την πήγε στο μεσοχώρι και την σκόρπισε. Βγήκε η μάνα του, βγήκε ο πατέρας του, βγήκε ο κόσμος όλος, βγήκαν τα ζωντανά όλα που είχε φάει το κορίτσι. Αρπάζουν το παιδί, τον σηκώνουν ψηλά, του λένε:

- Να καθίσεις εδώ που έκανες καλό!

- Όχι θα φύγω μάνα, της λέει, δεν κάθομαι θα πάω εκεί που είμαι. Πίστεψες τώρα αυτά που σου έλεγα;

- Πίστεψα παιδάκι μου! Διάολος ήταν το κορίτσι!

Ο κόσμος έλεγε να καθίσει, αλλά αυτός ήθελε να πάει πίσω στα πρόβατα του.

Και έγινε αυτό που ήθελε το παιδί.. 

Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Τα παθήματα της τίμιας γυναίκας:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάνα και ένας πατέρας. Είχαν τρία κορίτσια. Αυτοί οι καημένοι ήταν φτωχοί. Δούλευε ο πατέρας και κοίταζε την οικογένεια του. Αρρώστησε ο πατέρας και τον πήγαν στον γιατρό.

Τους λέει ο γιατρός:

- Να τον αφήσετε στο νοσοκομείο να γιατρευτεί. Να μη γυρίσει στο σπίτι. Να τον αφήσετε εκεί μέχρι να τελειώσει την θεραπεία και μετά να φύγει.

Τώρα η γυναίκα τί να κάνει; Λεφτά δεν έχει, άλλο τίποτα δεν έχει να πουλήσει να κάνει τη δουλειά της. Είχε ένα περιβολάκι γεμάτο λουλούδια μέσα. Τα δυο τα μεγάλα τα κορίτσια δε πήγαιναν στη πόλη, καθόλου. Το τρίτο ερχόταν από το σχολείο, τα μάζευε τα λουλούδια και πήγαινε στα καφενεία. Άλλος αγόραζε, άλλος δεν αγόραζε, άλλος της έλεγε καλά, άλλος άσχημα. Πάει σε ένα καφενείο. Τρεις λόρδοι ήταν εκεί, πλούσιοι. Τους πλούσιους, παλιά τους έλεγαν λόρδους. 

- Θέλετε λουλουδάκια; Τους λέει.

- Φέρε κοριτσάκι μου. Λένε αυτοί.

Και την πληρώνουν. Δίνει ο ένας πέντε δραχμές, ο άλλος πέντε δραχμές.

Βγάζει ο τρίτος, δίνει δέκα δραχμές, Σηκώθηκε το κοριτσάκι, πηγαίνει στο φούρνο, παίρνει ένα καρβέλι ψωμί. Πηγαίνει στο σπίτι όλο χαρά. 

Κοιτάζει η μάνα, πέντε δραχμές κι δέκα δραχμές. Ήταν πολλά λεφτά τότε. 

- Πολλά λεφτά. Λέει αυτή. Δε θα χαλάσουμε τα λεφτά αυτά. Μπορεί να τα ζητήσει ο κόσμος αυτά να τα επιστρέψουμε.

Τα βάζει στην άκρη αυτά τα πολλά μαζί με τα υπόλοιπα, πηγαίνει στον γιατρό και τον πληρώνει για όλα αυτά που του χρωστούσε και για τα φάρμακα που έπρεπε να αγοράσει. Το κοριτσάκι πηγαίνει πάλι στον κήπο, μαζεύει λουλούδια να τα πουλήσει στα καφενεία πάλι. Πηγαίνει ξανά στο ίδιο καφενείο που ήταν οι πλούσιοι και τους βρίσκει πάλι. Ξανά της έδωσαν λεφτά. Δέκα ο ένας, δέκα ο άλλος, και ο τρίτος που είχε δώσει δέκα δραχμές τότε, της έδωσε πέντε λίρες. Όρμησαν αυτοί γιατί έδωσε πέντε λίρες.

- Γιατί μας ντροπιάζεις σήμερα;

- Γιατί σας ντρόπιασα;

- Εμείς δώσαμε από δέκα δραχμές και εσύ έδωσες από πέντε λίρες! Γιατί μας ντροπιάζεις;

- Αφού βλέπω το κορίτσι να γυρίζει γύρω-γύρω και το μεσημέρι να πηγαίνει πίσω. Γι' αυτό του έδωσα τόσο να το βοηθήσω.

Μετά ο τρίτος λόρδος το παρακολούθησε το κορίτσι που γυρνούσε, που πήγαινε κάθε μέρα έξω και μετά γυρνούσε στο σπίτι του. Ήθελε να το πάρει για γυναίκα του! Το κορίτσι είπε στη μάνα του:

- Εκεί που πήγα πάλι εχτές ο ένας μου έδωσε δέκα δραχμές, ο άλλος δέκα δραχμές και ο τρίτος πέντε λίρες.

- Να μην τα κρατήσουμε αυτά. Του λέει του κοριτσιού η μάνα του. Να τα γυρίσουμε πίσω. Είναι πολλά αυτά. Τι θα πει ο κόσμος.

Εκεί που μετρούσαν τα λεφτά δεκάρα-δεκάρα, νάτος και ο τρίτος λόρδος ήρθε!

- Δικό σου είναι το κορίτσι που γυρνά στα καφενεία; Γιατί το αφήνεις; Της λέει.

- Τί να κάνω; Έχουμε ανάγκη. Είναι ο πατέρας άρρωστος και δε μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα. Εγώ είμαι συνέχεια με τον άνδρα μου που μπαίνει-βγαίνει στα νοσοκομεία. Το μεγάλο κορίτσι δε το στέλνουμε και στέλνουμε έξω αναγκαστικά το μικρότερο. Λέει αυτή.

- Θα σου πω δύο λόγια, της λέει, αλλά μη με παρεξηγήσεις. Το κοριτσάκι αυτό δώστο σε έμενα να το μεγαλώσω. Και μετά να έρθει στα χρόνια της, να γίνει εικοσιπέντε χρονών, να το κάνω γυναίκα μου. 

- Τί να σου πω; Του λέει εκείνη. Έχω και τον άντρα μου. Μονάχη μου δε μπορώ να το κάνω αυτό, πρέπει να πάω να το πω και σε αυτόν.

- Καλά. Πάμε να του το πεις.

Πήγαν τον βρήκαν. Το και το.

- Αυτός θέλει να παντρευτεί την Γεωργία, να τη μεγαλώσει, να τη σπουδάσει κι μετά να την παντρευτεί.

- Άμα την πάρω, θα σας δώσω τώρα διακόσιες χιλιάδες λίρες και μετά που θα στεφανωθώ θα σας δώσω τριακόσιες χιλιάδες λίρες.

- Να το πάρει το κορίτσι! Λέει ο πατέρας. Έχουμε και άλλα κορίτσια, θα μπορέσω να τα παντρέψω.

Το πήρε το κορίτσι. Πέρασε καιρός. Παντρεύτηκαν οι μεγαλύτερες, παντρεύτηκε και το μικρότερο το κορίτσι. Οι άλλοι οι δύο οι φίλοι του το ζήλευαν γιατί παντρεύτηκε το κορίτσι και τον μισούσαν. Δε μπορούσαν να το χωνέψουν όπου και να πήγαιναν. Πάντα όταν τον έβλεπαν, δεν τον έβλεπαν, τον περιφρονούσαν. Μια μέρα στο καφενείο ήταν πάλι οι τρεις και άρχισαν να γελάνε για τις γυναίκες, να  λένε πράματα-θάματα. Έτσι η μια, έτσι η άλλη. 

- Γελάμε εμείς, λένε οι δύο φίλοι του, γελάς και εσύ κυρ-Γιάννη!

- Εγώ γιατί να μη γελάσω;

- Κι η δική σου γυναίκα τέτοια είναι!

- Και η δική μου γυναίκα τέτοια είναι! Τί στοίχημα βάζετε; Εγώ την περιουσία που έχω, άμα η γυναίκα μου είναι τέτοια, τη χάνω!

- Και εμείς χάνουμε τη δική μας περιουσία άμα δεν είναι, λένε αυτοί.

Σηκώθηκε αυτός και πηγαίνει στο σπίτι. Πώς να της πει γι' αυτό;

- Γεωργία, Γεωργία, της λέει. Βάλε μου δύο ρουχαλάκια σε μια μικρή βαλίτσα να φύγω για ταξίδι!

- Πώς ταξίδι, λέει αυτή, άντρα μου, αναπάντεχα;

Οι φίλοι τώρα σκέφτονταν το στοίχημα, πως να μην χάσουν την περιουσία τους. Η προθεσμία κόντευε να τελειώσει και αυτοί σκέφτονταν πως κινδύνευαν να χάσουν το στοίχημα, να χάσουν την περιουσία τους. Έτσι δεν έβγαιναν έξω, κάθονταν μέσα στο σπίτι, δεν πήγαιναν πουθενά.

Μια βραδιά πέρασαν απέξω από μια ταβέρνα που είχε ένας έμπορος κοτόπουλων.

- Τί κάνετε παιδιά; Τους λέει αυτός. Δε θα πάρετε κανα κοτόπουλο;

- Άσε μας, κι εσύ και το κοτόπουλο σου! Του λένε αυτοί. Εμείς χάνουμε την περιουσία μας!

- Γιατί, παιδιά, τί συμβαίνει;

Το και το.

- Εμείς... Αυτό κι αυτό. Βάλαμε με τον άλλον ένα στοίχημα. Βάλαμε τις περιουσίες ή τη χάνει αυτός ή τις χάνουμε εμείς.

- Α, γι' αυτό. Φτιάξτε ένα μπαούλο καλό και να μπω μέσα εγώ και γράψτε ένα σημείωμα να το στείλετε γρήγορα στο σπίτι της. Να πάει αύριο να πάρει ένα μπαούλο από το τρένο και να το βάλει στο δωμάτιο της, εκεί που κοιμάται. Το σημείωμα να γράφει ''να μην το ανοίξεις ωσότου να έρθω εγώ''.

Γρήγορα αυτοί φτιάχνουν το μπαούλο, φτιάχνουν και το γράμμα.. Και την άλλη μέρα τάδε ώρα πηγαίνει η γυναίκα και παίρνει το μπαούλο και το βάζει στη κάμαρη της και πέφτει και κοιμάται. 

Το βράδυ βγαίνει αυτός ο πονηρός έξω. Βλέπει τον σταυρό, βλέπει τη βέρα της. Σιγά-σιγά πηγαίνει και τα αρπάζει χωρίς να την ξυπνήσει.

Σηκώνεται η γυναίκα την άλλη μέρα βλέπει που λείπει το δαχτυλίδι, βλέπει που λείπει και ο σταυρός... Αρχίζει να ανησυχεί πολύ.

Γύρισε ο άντρας της από το ταξίδι και δεν πάει στο σπίτι αλλά πάει κατευθείαν στο καφενείο και βρίσκει τους φίλους του. 

- Τί γίνεται; Τους λέει, η δική μου η γυναίκα, ξεγελάστηκε;

- Α ρε χαζέ, του λένε αυτοί, να!

Και του δείχνουν το δαχτυλίδι και τον σταυρό. Μόλις είδε αυτός τη βέρα και τον σταυρό, έκανε πίσω. Με άμαξα καλή, επιστρέφει στο σπίτι του.

- Γεωργία, Γεωργία! Φωνάζει τη γυναίκα του. 

- Ε κυρ-Γιάννη, λέει αυτή, ορίστε!

Μια χαρά που γύρισε ο άντρας της, μια στεναχώρια που είχε χάσει το δαχτυλίδι και τον σταυρό.

- Γρήγορα ντύσου με το νυφικό σου και φεύγουμε ταξίδι!

- Μα, λέει αυτή, κατέβα να πιείς λιγάκι ένα ποτήρι νερό.

- Γρήγορα, ότι σου λέω εγώ! Ούτε πέντε λεπτά δε θα αργήσεις.

Φόρεσε το νυφικό της, ανέβηκε στην άμαξα. Αυτός ούτε μιλιά. Μουτρωμένος.

Ξεκινάνε. Πηγαίνουν μακριά. Φτάνουν σε ένα σταυροδρόμι.

- Κατέβα! Της λέει αυτός!

Κατέβηκε η γυναίκα.

- Ποιόν δρόμο θέλεις να πάρεις από τους τρεις; Αυτόν, αυτόν, αυτόν! Μοναχά αυτόν που ήρθαμε, δε θα πάρεις, Από τους τρεις πάρε όποιον θέλεις!

- Βρε Γιάννη τι κάνεις! Βρε καλέ μου. Βρε άντρα μου καλέ!

Αδύνατον! Πήρε την άμαξα και έφυγε!

Απόμεινε η γυναίκα μοναχή της. Παίρνει ένα δρόμο, πηγαίνει... Βρίσκει ένα τσοπάνη να κουρεύει τα πρόβατα...

- Καλημέρα βρε τσοπάνη! Βρε τσοπάνη, δε μου κόβεις τα μαλλιά και τα δικά μου!

Γέλασε ο τσοπάνης και την κούρεψε!

- Αναγκαστικά θα μου δώσεις και ρούχα, αντρικά, να ντυθώ!

Της έδωσε ρούχα. Ντύθηκε αυτή αντρικά... Πάει στο παλάτι του βασιλιά... Έψαχναν κάποιον φύλακα να φυλάει τις χήνες.... Πηγαίνει μέσα στο παλάτι σαν άντρας, ντυμένη αντρικά. Από Γεωργία, Γιώργος! Αρρωσταίνει η μαγείρισσα του παλατιού.

- Θα μαγειρέψω εγώ! Λέει αυτή.

- Άντρας εσύ, θα μαγειρέψεις αλλιώτικα... Λένε αυτοί.

- Θα μαγειρέψω εγώ! Λέει αυτήν.

- Θα βάλουμε την μαγείρισσα στις χήνες και τον κυρ-Γιώργη θα τον κάνουμε μάγειρα. Λένε αυτοί.

Εντάξει! Έγινε! 

Αυτή έλεγε κάτι ιστορίες, πράματα, αλήθειες σα μορφωμένος άνθρωπος... 

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα δεν είχαν παιδί, ήταν άκληροι. Θαύμαζαν ο βασιλιάς και η βασίλισσα τα λόγια της...

Λέει η βασίλισσα:

- Τί καλός που είναι αυτός! Τί έμπιστος. Πολλά πράματα μας λέει! Να τον κάνουμε παιδί μας, να τον κάνουμε πρίγκηπα.

Τον κάνουν παιδί τους... Γιώργη, Γιώργη! Αράδα Γιώργη τον φώναζαν. Πέρασε ο καιρός, πέθανε ο βασιλιάς, και έγινε ο Γιώργης βασιλιάς... Έγινε επανάσταση να τον ρίξουν και απέτυχε.

Ύστερα μάζεψε ο Γιώργης όλον τον κόσμο να γιορτάσει. Ανάμεσα ήταν οι τρεις λόρδοι. Ο άντρας της και οι δύο φίλοι του. Τους αναγνώρισε.

- Δε λέτε ιστορία εδώ που είμαστε όλοι;

- Ναι, πήραμε την περιουσία του κυρ-Γιάννη! Λένε οι φίλοι. 

- Πώς την πήρατε; Λέει αυτήν.

- Να, βάλαμε ένα στοίχημα και του πήραμε την περιουσία!

- Μπράβο! Λέει αυτήν. Χειροκροτήστε όλοι! Κυρ-Γιάννη τον ρωτάει, είναι αλήθεια σου πήραν την περιουσία;

- Ναι, αλήθεια είναι. Λέει αυτός.

- Και πώς κατάντησες έτσι;

Και αυτός δεν την γνώρισε αυτή που είχε κάποτε γυναίκα... Αυτή τότε διατάζει τον στρατό: ''Εδώ θα κάνετε ένα χάρτινο μεγάλο δωμάτιο. Στις δώδεκα το μεσημέρι θα μαζευτείτε όλοι μέσα κι ένας λόχος στρατός. Να πουν πάλι το παραμύθι οι δύο κύριοι πως κέρδισαν την περιουσία από τον κυρ-Γιάννη''

Έγινε το χάρτινο δωμάτιο... Όταν είπαν οι φίλοι την ιστορία πως κέρδισαν την περιουσία του κυρ-Γιάννη, λέει αυτήν:

- Διατάζω αυτοί οι δύο να κρεμαστούν γι' αυτό που έκαναν! Δεν είμαι ο Γιώργης ο βασιλιάς, είμαι η Γεωργία! Αυτός ο κυρ-Γιάννης με έκανε και έβαλα την κορώνα στο κεφάλι!

Και έγιναν όλα όπως είπε αυτή...


Το βασιλόπουλο με το σπαθί του νονού:

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρία παιδιά. Ο βασιλιάς είχε αδυναμία στο τρίτο το παιδί. Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν τα ρώτησε πως να κάνει το βασίλειο τους πόλεμο και πως να τον κερδίσει. Τα δύο πρώτα παιδιά δεν ήξεραν από αυτά, ο τρίτος ο μικρότερος όμως όλα τα καταλάβαινε και για όλα είχε απάντηση. Και πως θα γίνει ο πόλεμος και πως θα κερδηθεί. Γι' αυτό ο βασιλιάς τον αγαπούσε περισσότερο.

Οι βασιλιάδες τότε πήγαιναν από χώρα σε χώρα για μάχες.

Λέει τότε ο βασιλιάς στα παιδιά.

- Θα μαζέψετε τρόφιμα, θα μαζέψετε σπίρτα, θα μαζέψετε ξύλα. Εκεί που θα πάμε μπορεί να είμαστε στην ερημιά. Πρέπει να έχουμε φωτιά, να έχουμε φως.

Τα μάζεψαν όλα, τα παιδιά. Ξέχασαν όμως τα σπίρτα. Ξέχασαν τα σπίρτα... Άναψαν ένα καντηλάκι και πάντα φύλαγε ένας σκοπός να μη σβήσει το καντηλάκι και πάλι άλλος...να μη σβήσει το καντηλάκι. 

Στο πρώτο παλάτι που πήγαν ήταν στην ερημιά. Ζούσαν τρία θηρία μέσα. Δράκοι. Ζούσαν τρεις δράκοι μέσα. Κάθε βράδυ έπρεπε να φυλάξει φύλακας ένα παιδί να μη σβήσει το φως. Τις βραδιές που ήταν οι μεγάλοι, δε φάνηκε κανένας δράκος. Στη τρίτη τη βραδιά που ήταν το μικρότερο παιδί το φως να φυλάξει, είπε: ''Απόψε θα πολεμήσω ό,τι και αν βρεθεί μπροστά μου με το σπαθί του νονού''. Τον φώτισε ο νονός, τον φώτισε με ένα σπαθί.

Πάει ο δράκος εκεί, με την πρώτη τον σκότωσε τον δράκο. Τον δεύτερον τα ίδια. Πάει και ο τρίτος αμέσως κι αυτός. Όμως το φως έσβησε. Τώρα τί γίνεται; Πώς να ανάψει το φως; Πώς να πει στον πατέρα του, το πρωί: ''Το φως μου έσβησε''.

Σηκώνεται παίρνει το καντηλάκι, βλέπει στο άλλο το βουνό μια φωτιά. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει το παιδί. Εκεί που πηγαίνει στο μονοπάτι βρίσκει δυο γριές να μαλώνουν. Η μια ήταν η Μέρα κι η άλλη ήταν η Νύχτα. Η Μέρα έλεγε ''να φέξουμε''. Η Νύχτα ''λίγο ακόμα να κοιμηθεί ο κόσμος''.

- Γιατί μαλώνετε γριές;

- Εγώ είμαι η Μέρα, μάνα μου! Πρέπει να φέξω τώρα να δουλέψει ο κόσμος!

- Εγώ είμαι η Νύχτα, παιδί μου, κι λέω να κοιμηθεί ο κόσμος λίγο ακόμα...

Τότε το παιδί πιάνει και τις δύο από τα μαλλιά σε ένα δέντρο. Τις λέει:

- Όταν θα έρθω εγώ εδώ, τότε θα πάρει η Μέρα να φέξει!

Πάει στο βουνό εκεί. Εκεί ήταν τρεις πεντάμορφες μέσα σε ένα παλάτι. Την μια την έλεγαν Χρυσαφένια, την άλλη Μαλαματένια και την άλλη Μαργαριταρένια. Είχαν ένα θηρίο μέσα, ένα φίδι και όποιος πήγαινε εκεί τον έτρωγε το θηρίο.

Αυτός αφού είδε στην κουζίνα σπίρτα, πήρε το  φως να πάει να πάρει τα σπίρτα. Μόλις πάει στην κουζίνα να πάρει τα σπίρτα, βγήκε το φίδι να τον φάει! Βγάζει το σπαθί του νονού και τον κάρφωσε στον τοίχο. Κάρφωσε στον τοίχο το φίδι. Έμεινε το σπαθί εκεί. Τότε είπε στο σπαθί:

- Σπαθί μου, σπαθάκι μου, όταν θα έρθει ο Γιάννος να σε τραβήξει, τότε θα ξαναβγείς!

Κόλλησε το σπαθί εκεί! Πάνε οι πεντάμορφες να το τραβήξουν. Πάει όλος ο κόσμος να το τραβήξει. Δε μπόρεσαν να το βγάλουν! Έπρεπε να πάει ο Γιάννος να το τραβήξει. Ύστερα το έβαλαν στην εφημερίδα οι πεντάμορφες. ''Όποιος θα βγάλει το σπαθί,  όποια θέλει από τις τρεις μας θα πάρει γυναίκα''.

Όποιος δε το έβγαζε τον σκότωναν οι πεντάμορφες εκεί.

Λέει τότε το παιδί στον πατέρα του:

- Πατέρα θα πάμε και τα τρία αδέρφια!

- Αχ μωρέ τώρα, θα πάτε να χάσετε τη ζωή σας.

- Θα πάμε πατέρα!

- Μα κι αν δεν το βγάλετε ή το βγάλει ο ένας;

- Θα κάνουμε συμφωνία με τις πεντάμορφες.  Τρεις πεντάμορφες, τρεις αδελφοί. Θα πούμε: ''Όποιος από τους τρεις αδελφούς το βγάλει το σπαθί θα παντρευτούμε και τις τρεις πεντάμορφες. Και αν δεν το βγάλουμε κι οι τρεις τότε θα μας σκοτώσουν και τους τρεις''.

Πάει τραβάει ο μεγάλος, δεν το βγάζει. Τραβά ο δεύτερος, δεν το βγάζει. Τραβάει αυτός, το έβγαλε! Παντρεύονται... Ο μεγάλος την Ασημένια, ο άλλος την Μαλαματένια και ο τρίτος την Μαργαριταρένια. Παντρεύτηκαν. Πήγαν στο παλάτι. 

Οι δύο οι μεγάλοι τον μισούσαν. Ας τους πάντρεψε, ας τους έδωσε τις πεντάμορφες, τον μισούσαν. Το παιδί αφού κατάλαβε ότι τον μισούσαν οι αδελφοί του, λέει στη Μαργαριταρένια:

- Δεν πάμε σε εκείνο το παλάτι να ζήσουμε εμείς και να αφήσουμε τους άλλους του αδελφούς εδώ με τον πατέρα μου;

- Να το πεις στον πατέρα σου και πάμε.

Το λέει του πατέρα του...

-Αχ παιδί μου, θα φύγεις μακριά! Σε θέλω εδώ. Κάτσε.

- Τα δύο τα μεγάλα τα αδέλφια μου ζηλεύουν. Καλύτερα μακριά και αγαπημένοι παρά κοντά και χολωμένοι.

Τον άφησε ο πατέρας του. Πήγε. Πέρασαν χρόνια πολλά... Αυτός πόνεσε τα αδέλφια του. Πόνεσε τον πατέρα του. Εκεί όμως στο σπίτι που είχε με την Μαργαριταρένια έβαλε ένα θηρίο. Άμα πάλευε το θηρίο με τον Γιάννο το έριχνε το θηρίο και τον άφηνε τον Γιάννο να μπει μέσα. Δεν έμπαινε άλλος γιατί τον έτρωγε το θηρίο. Δεν άφηνε να μπει μέσα στο παλάτι κάποιος άλλος.

Έπειτα από καιρό σηκώνεται το παιδί και λέει στη γυναίκα του:

- Θα πάω, Μαργαρένια μου, στα αδέλφια μου να τα δω. Έχω δέκα χρόνια να τα δω. Τα πόνεσα.

- Να πας, λέει αυτή. 

Παίρνει το σπαθί και πηγαίνει. Τα αδέλφια του μόλις τον είδαν, τον καλοδέχτηκαν.. Από μίσος όμως και όχι από τη καρδιά τους. Και το μέθυσαν το παιδί. Του έδωσαν τόσο πολύ κρασί, που μέθυσαν το παιδί. Άρχισε το παιδί να μαρτυράει πως σκότωσε τα θηρία, πως έκανε αυτό, πως έκανε εκείνο, πως πήραν για γυναίκες τις πεντάμορφες. Τον ζήλεψαν. Τότε του παίρνουν το σπαθί και το σπάνε, το κάνουν πέντε κομμάτια. Και τον πετάνε από τη βεράντα κάτω να σκοτωθεί. Και πέφτει πάνω στα κομμάτια από το σπαθί... Χτύπησε μονάχα, αλλά δε σκοτώθηκε. Σηκώνεται πάνω το παιδί το πρωί και βλέπει το σπαθί πέντε κομμάτια. Τώρα; Τίποτα άλλο δε φοβόταν, μονάχα το θηρίο. Πώς να περάσει μέσα να πάει στη Μαργαριταρένια; Σηκώνεται, πάει σε έναν σιδερά και του λέει:

- Αυτό το σπαθί μπορείς να το κάνεις όπως ήταν;

- Γιατί όχι; Λέει ο σιδεράς. Θα το φτιάξω.

- Με την δύναμη την ίδια;

- Με την δύναμη την ίδια, θα το φτιάξω όπως ήταν. 

Το παίρνει ο σιδεράς και κολλάει τα κομμάτια του.  

Το παιδί σηκώθηκε, πάει στα βουνά. Έβγαλε κοτρόνες. έβγαλε βράχια, ξερίζωσε δέντρα. Πολλά πράγματα, όπως έκανε πριν με την δύναμη που είχε το σπαθί. Σηκώνεται πάει στη πεντάμορφη. Δεν τον άφηνε το θηρίο να μπει μέσα.

- Βρε εγώ είμαι το αφεντικό, λέει το παιδί.

- Πάλεψε πρώτα και μετά θα μπεις. Απάντησε το θηρίο.

Πάλεψαν. Το παιδί νίκησε το θηρίο και μπήκε μέσα στην Μαργαριταρένια.

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Το Φιδόδεντρο:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάνα και ένας πατέρας. Αυτήν η μάνα είχε ένα παιδί. Ήταν φτωχιά η μάνα. Μάζευε από εδώ, μάζευε από εκεί.

- Βρε μάνα κάτσε καλά, μην κάνεις το ένα, μην κάνεις το άλλο.

- Όχι παιδί μου, πρέπει να σε μάθω πέντε γράμματα. Κάτι να γίνεις, να μην είσαι όπως είμαι εγώ με τα λάχανα.

Μάζευε, μάζευε, του έδινε ένα φράγκο του παιδιού. Τέλος πάντων το παιδί μεγάλωσε και έγινε κάτι σαν προφήτης. Τα καταλάβαινε όλα. Γνώριζε τι θα γίνει αύριο, τι θα γίνει τον άλλον χρόνο, όλα τα πράγματα.

Κάποτε πήγε σε ένα χωριό, βασιλικό χωριό. Εκεί ήταν μια γυναίκα που είχε ένα δέντρο στο σπίτι της, το φιδόδεντρο. 

Αυτή έβαζε στοίχημα με όλο τον κόσμο να της πει τι δέντρο είναι αυτό. Ένας της έλεγε πλάτανος, το έχανε το στοίχημα. Άλλος πάλι το ίδιο. Το έβαλε μέχρι και στην εφημερίδα: ''Όποιος βρει τι δέντρο είναι θα έχει χιλιάδες λίρες''. Πήγαινε ο κόσμος. Έλεγαν ''μήπως και το πετύχω...''.

Πέρασαν χρόνια, μεγάλωσε και το παιδί. Έμαθε για το στοίχημα και ήθελε να πάει. 

- Αχ παιδί μου, που θα πας τώρα μακριά, μη χαθείς. Εγώ ένα παιδί έχω. 

- Όχι μάνα, θα πάω, θα πάω.

Αφού επέμενε το παιδί, το άφησε η μάνα.

Το παιδί έφτασε και βρήκε το σπίτι.

- Καλημέρα. Εδώ είναι το σπίτι που λέει για τις λίρες;

- Ναι εδώ είναι. Εγώ έχω το δέντρο. Θα το βρεις το δέντρο εσύ;

- Ε, άμα το δω, θα το βρω. Δε ξέρω κιόλας.

Προχωράει...

- Αυτό το δέντρο είναι.

- Αυτό είναι φιδόδεντρο!

Το κατάλαβε. Το έχασε το στοίχημα η γυναίκα και όλη την περιουσία της. Μπήκε το παιδί μέσα στο σπίτι που ήταν σα παλάτι και πήρε όλα τα πράγματα. Η γυναίκα σηκώθηκε και έφυγε. Τώρα σκεφτόταν τρόπους πως να διώξει το παιδί.

Το παιδί ήρθε η ώρα να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί. Τότε αυτή η γυναίκα, που είχε το φιδόδεντρο, έβαλε την γυναίκα του παιδιού να τα φτιάξει με άλλον άντρα, κι όντως έτσι έγινε. Μάλιστα το παιδί έχασε το στοίχημα που έβαλε για το δέντρο, αφού η γυναίκα του το μαρτύρησε σε αυτόν τον άντρα, που παρίστανε τον φίλο του. 

- Εγώ το ξέρω το δέντρο αυτό.

- Τί δέντρο είναι;

- Φιδόδεντρο.

Σηκώθηκε και έφυγε το παιδί, έχασε το δέντρο, έχασε το σπίτι, ακριβώς όπως η γυναίκα τότε, καταλαβαίνοντας αμέσως ότι τον πρόδωσε η γυναίκα του. Τέλος πάντων το παιδί έφυγε, πήγε μακριά, πήγε σε άλλο κράτος.

Η μάνα η καημένη, δυσκολευόταν, ήθελε να μάθει για το παιδί της, που βρίσκεται και τι να κάνει. Ρωτούσε τον κόσμον όλον. Ταχυδρόμοι, τρένα, άλογα πήγαιναν και έρχονταν. Δε μπορούσε να βρει το παιδί.

Το παιδί πήγε σε έναν μάντη να του πει πως να μπορέσει να διώξει αυτό τον άντρα.

- Άμα δε σκοτώσεις τη γυναίκα σου, ο άντρας δε βγαίνει από μέσα.

- Με τί τρόπο να την σκοτώσω;

- Θα πάρεις το φίδι δεντροκαλιά, το φίδι σαϊτα και το φίδι σαπίτη. Αυτά τα τρία φίδια θα τα καλέσεις και θα τα πεις να πάνε να βγάλουν την γυναίκα έξω. Το φιδόδεντρο είναι από αυτά τα τρία φίδια καμωμένο, το έφτιαξε η άλλη γυναίκα. 

- Θα μου το κάνουν;

- Θα σου το κάνουν.

- Και πού πρέπει να πάω;

- Θα πας στον Όλυμπο και στον Κίσσαβο. Θα πας ψηλά στη κορυφή του ψηλότερου βουνού και θα πεις στα δύο βουνά αυτά: ''Θέλω την δεντροκαλιά, τη σαϊτα και τον σαπίτη''.

Πήγε, φώναξε και πραγματικά βγήκαν τα φίδια.

- Θέλω να σκοτώσετε την γυναίκα μου.

- Αυτήν τη γυναίκα δε μπορούμε να την πιάσουμε. Έχει αυτόν τον άντρα μέσα, τον Αράπη. Εσύ θα καθίσεις εδώ στη κορυφή τρεις ημέρες και εμείς θα πάμε να βρούμε την χελώνα την θαλασσινή να την ρωτήσουμε. Ό,τι μας πει αυτή θα το κάνουμε και θα έρθουμε να σου πούμε. Η χελώνα η θαλασσινή θα μας τα πει όλα.

Πάνε τα φίδια στη θάλασσα και έβγαλαν την χελώνα στην ξηρά.

- Πώς πρέπει να σκοτώσουμε την γυναίκα να μπει το παιδί μέσα;

- Θα πάρετε το μοσχοκάρυδο, θα πάρετε το κάστανο, θα πάρετε το λεπτοκάρυδο. Θα κάνετε τρεις στολές, χωρίς ραφή, χωρίς γαζί. Θα τις δείξετε στη γυναίκα και εκείνη θα τις ζηλέψει και θα ζητήσει από τον Αράπη να τις αγοράσει. Και ο Αράπης δε θα δώσει τα χρήματα και τότε η γυναίκα θα τον σκοτώσει μόνη της και θα ξαναγαπήσει τον άντρα που είχε, πρώτα.

Τα πήραν και τα έφτιαξαν ωραία φορέματα χωρίς ραφή και χωρίς γαζί. Τα φίδια έγιναν άνθρωποι και τα πήγαν στην γυναίκα.

- Ωραία φορέματα, φώναζαν.

Τα είδε η γυναίκα και πραγματικά τα ζήλεψε. Πήγε μέσα στον Αράπη, και του λέει:

- Θέλω να μου δώσεις λεφτά, να αγοράσω τα φορέματα.

- Πόσο έχουν; Λέει αυτός.

- Έχουν χίλιες λίρες. Λέει αυτή.

- Χίλιες λίρες! Ούτε πέντε δε σου δίνω!

Τότε νευρίασε αυτή και πήρε το κοντάρι και τον σκότωσε, όπως ήταν ξαπλωμένος.

Πάνε τα φίδια σε τρεις μέρες στο βουνό και βρίσκουν το παιδί.

- Ο Αράπης σκοτώθηκε και η γυναίκα σου κλαίει και ψάχνει να σε βρει. Θα πας στο σπίτι και θα ζήσεις καλά.

Τότε πάει εκείνος και βρίσκει τη γυναίκα του και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.