ΑΡΧΕΙΟ

Εμφάνιση περισσότερων

Μπομπότα, το ψωμί του τόπου μας

Η περιορισμένη διακίνηση αγαθών αλλά κυρίως οι πολύ μειωμένες συγκομιδές του κάμπου της Θεσσαλίας την περίοδο της Κατοχής καθιέρωσαν την μπομπότα ως το τρόφιμο όπου γλύτωσε πολύ κόσμο από την πείνα που θέριζε τον τόπο.

Τότε σχεδόν κάθε οικογένεια στο Κεφαλόβρυσο, είχε από ένα άλογο. Σε αυτό το άλογο έδεναν πίσω το αλέτρι και όργωναν το χωράφι και το έσπερναν καλαμπόκι. Το καλοκαίρι το πότιζαν και τον Σεπτέμβριο το θέριζαν και το πήγαιναν στον μύλο με τα άλογα και το έκαναν μπομπότα. Από τον μύλο έπαιρναν την μπομπότα σε σακιά και την μετέφεραν στο σπίτι. Έπειτα η νοικοκυρά την κοσκίνιζε μέσα σε ένα ειδικό σκεύος, συνήθως μια ξύλινη σκάφη, όπου εκεί ξεχώριζε το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη με το χοντρό αλεύρι, το οποίο και το έδιναν στα ζώα τους. 

Στη συνέχεια στο σημείο όπου είχε ήδη πέσει το αλεύρι ρίχνανε την ανάλογη ποσότητα ζεστού νερού. Το ανακάτευαν με μια ξύλινη μεγάλη κουτάλα, το ζύμωναν και το έβαζαν σε ταψιά. Για περίπου μισή ώρα ψηνόταν στον ξυλόφουρνο.

Η ετυμολογία της λέξης μπομπότα προέρχεται από το σλαβικό bobotα (μτφρ. το καλαμποκίσιο ψωμί) κι αυτό από την παλαιοσλαβική ρίζα bob που σημαίνει ''κόκκος, σπυρί (σιταριού)''.

Μπορεί στα μετέπειτα χρόνια αυτό το καλαμποκόψωμο να περιφρονήθηκε λόγω αφθονίας των αγαθών αλλά και διότι θύμιζε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, ωστόσο σήμερα οι επιστήμονες της διατροφολογίας ισχυρίζονται πως το αλεύρι από καλαμπόκι είναι ένας διατροφικός θησαυρός. 

Οι εκδοχές που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια με φέτα, μυρωδικά ή ακόμα και γλυκές πρώτες ύλες την έχουν εξελίξει πολύ και την έχουν επαναφέρει με πολύ σύγχρονο τρόπο στο παραδοσιακό τραπέζι.