ΑΡΧΕΙΟ

Εμφάνιση περισσότερων

Το τέταρτο παραμύθι από το Μικρό Κεφαλόβρυσο


Αυτό το κείμενο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο μας για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2022.

Το κορίτσι διάολος:


Μια φορά ήταν μια μάνα και ένας πατέρας κι είχαν ένα αγόρι αλλά ήθελαν κορίτσι. Έλεγαν:

- Θεέ μου δώσε μας ένα κορίτσι!

Τους έδωσε ένα κορίτσι διάολο, ο Θεός! Αφού τους έδωσε κορίτσι, γίνεται αυτό πέντε-έξι μηνών. Δεν χόρταινε γάλα από το μητρικό στήθος. Δεν χόρταινε από τη μάνα. Και το κορίτσι μπαίνει στο μαντρί και έφαγε ένα αρνί και με εκείνο χόρταινε και κοιμόταν. Στο μαντρί είχαν το αγόρι που φύλαγε τα πρόβατα. Παραφυλάει αυτό. ''Γιατί μου λείπει ένα αρνί κάθε βραδιά;'' Και παραφύλαξε το παιδί μια βραδιά. Και πιάνει το κορίτσι το αρνί, τσουπ! Το έπνιξε και έπινε το αίμα του. Σηκώνεται την άλλη μέρα το πρωί, πηγαίνει στη μάνα του. Της λέει:

- Μάνα!

- Τί;

- Το κορίτσι που έχουμε είναι ο διάολος.

- Διάολος να γίνεις! Γρήγορα να φύγεις από εδώ από το σπίτι μου. Γρήγορα να φύγεις!

- Μάνα τι σου λέω εγώ! Το κορίτσι είναι ο διάολος, τρώει τα αρνιά!

- Διάολος να γίνεις! Να σηκωθείς να πάρεις την κάπα σου και να φύγεις!

Σηκώθηκε το παιδί, πήρε τη κάπα και έφυγε. Αφού έφυγε, πήγε μακριά. Πολύ μακριά. Βρίσκει έναν τσέλιγκα, είχε πέντε χιλιάδες πρόβατα, πέντε χιλιάδες γίδια.  Κουβεντιάζει με τον τσέλιγκα για να φυλάει τα πρόβατα.

- Εγώ όμως, λέει το παιδί, συνεννοούμαι με τα άγρια, με τους λύκους, με τις αρκούδες, με όλα τα πράγματα. Αν ταιριάξει και περνάνε τα άγρια από εδώ, εγώ θέλω να πάρω τρία άγρια να φυλάνε τα πρόβατα.

- Όπως αγαπάς, αρκεί μοναχά να είναι καλός, τίμιος. Δε με πειράζει εμένα, ό,τι θέλεις κάνε, λέει ο τσέλιγκας.

- Εντάξει!

Ήρθε ο καιρός να γεννήσουν τα πρόβατα. Ξενυχτούσε το παιδί. Δεκαπέντε, είκοσι προβατίνες γεννούσαν. Είκοσι σαράντα γίδια γίνονταν τη βραδιά. Ξενυχτούσε το παιδί όλη τη νύχτα για να τα ξεγεννήσει. Περνάει ο λύκος.

- Ε τσομπάνη!

- Ε!

- Δε μου δίνεις ένα αρνί!

- Θα μου δώσεις και εσύ ένα λυκόπουλο!

- Α... Εγώ τρία λυκόπουλα έχω!

- Κι εγώ τρία αρνιά έχω! Του λέει.

- Εντάξει θα σου δώσω ένα λυκόπουλο!

Του δίνει ένα λυκόπουλο. Του δίνει ένα αρνί το παιδί. Την άλλη μέρα περνάει η αρκούδα.

- Ε τσομπάνη!

- Ε!

- Δε μου δίνεις ένα αρνί!

- Θα μου δώσεις και εσύ ένα λυκόπουλο!

- Α... Εγώ δύο αρκουδάκια έχω!

- Κι εγώ δύο αρνιά έχω! Λέει αυτός.

- Α πάρε ένα αρκουδάκι, να μου δώσεις ένα αρνί.

Του έδωσε το αρκουδάκι. Έδωσε το αρνί αυτός. Την τρίτη μέρα περνάει η αλεπού.

- Ε τσομπάνη!

- Ε!

- Δε μου δίνεις ένα αρνί!

- Θα μου δώσεις και εσύ ένα αλεπουδάκι!

- Α... Εγώ τέσσερα αλεπουδάκια έχω!

- Κι εγώ τέσσερα αρνιά έχω! 

- Θα σου δώσω ένα αλεπουδάκι!

Τα πήρε όλα αυτά ο τσοπάνης, τα μεγάλωσε. Ένα αρνί την εβδομάδα, τα άντερα, τα συκώτια, τα έδινε. Στην αλεπού έδινε τις κοιλίτσες, στα άλλα τα θηρία έδινε τα υπόλοιπα. Μεγάλωσαν... Τον λύκο τον έλεγαν Ασλάνη, την αρκούδα την έλεγαν Καπλάνη και την αλεπού την φώναζε Πονηρό Σκυλί. Τα μεγάλωνε εκεί μαζί του.

Στο σπίτι του παιδιού, πέρασαν τα χρόνια και το κορίτσι μεγάλωσε. Έφαγε τη μάνα, έφαγε τον πατέρα, έφαγε το χωριό. Έμενε μονάχη της μέσα στο σπίτι. Το παιδί από τα πολλά τα χρόνια, λέει στο αφεντικό:

- Αφεντικό, πόνεσα τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Θα πάω να τους δω. Θα μου δώσεις τρόφιμα, θα μου δώσεις άλογο καλό να πάω γιατί είναι πολύ μακριά. Θα μου δώσεις πράγματα για να φάω και να πιώ, ώσπου να πάω στη μάνα μου και στον πατέρα μου.

- Ναι αμέ, γιατί όχι!

- Δε μου δίνεις και τρία περιστέρια βρε αφεντικό! Μήπως αργήσω καμιά φορά. Να σου γράψω ένα γράμμα και να το φέρει το περιστέρι το γράμμα!

- Ναι αμέ, γιατί όχι!

Του δίνει τα τρία περιστέρια. Σηκώνεται το παιδί, πηγαίνει στο χωριό. Μόλις κατάλαβε ο διάολος, η αδερφή του ότι μπήκε άνθρωπος στο χωριό, πήρε το πριονάκι και τρόχισε τα δόντια της. Ήταν νηστικιά. Τρόχιζε, τρόχιζε, περίμενε... Όταν έφυγε το παιδί είπε στα σκυλιά:

- Άμα ακούσετε να φωνάξω ''Κότι Κο! Ασλάνη, Καπλάνη κι Πονηρό Σκυλί'' γρήγορα θα έρθετε εδώ. Όπου και να είμαι, θα έρθετε.

- Θα έρθουμε αφεντικό, θα έρθουμε. 

Όταν μπήκε στο χωριό βρήκε την αδερφή του που ήταν ο διάολος.

- Ω καλώς τον αδερφούλη μου. Τους πήρε η γρίπη. Πέθαναν όλοι αδερφούλη μου. Πάει η μάνα μας κι ο πατέρας μας.

Και να κλαίει αυτήν. Την κατάλαβε αυτός, την ήξερε που ήταν ο διάολος.

- Ε καλά, αδερφή μου, τι να κάνουμε!

- Καλά που έκανες κι ήρθες... Κι να με δεις κι να σε δω.  Κάτσε αδερφούλη μου, τώρα να βγω έξω εγώ να μαζέψω κανά δύο ξύλα να σου φτιάξω κάτι να φας.

Πηγαίνει έξω. Κραπ ένα ποδάρι από το άλογο! Το έφαγε. Πηγαίνει μέσα.

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες με τρία ποδάρια από το άλογο!

- Α αδερφή! Σιγά-σιγά ήρθα.

- Α θα βγω λίγο έξω. 

Κραπ! Έφαγε και το άλλο το ποδάρι!

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες με δύο ποδάρια από το άλογο!

- Ε μωρέ αδερφή, σιγά-σιγά ήρθα.

Πάει έξω, τρώει και το τρίτο ποδάρι από το άλογο!

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες με ένα ποδάρι από το άλογο!

- Ε μωρέ αδερφή, σιγά-σιγά ήρθα.

Πάει πάλι έξω, τρώει και το τέταρτο ποδάρι από το άλογο!

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες χωρίς ποδάρια από το άλογο!

- Ε σιγά-σιγά, σβάρνα-σβάρνα ήρθα...

Πάει έξω η αδερφή τρώει και το υπόλοιπο άλογο. Ήρθε μέσα.

- Αχ αδερφούλη μου, πως ήρθες με τα πόδια εδώ!

- Ε σιγά-σιγά, αδερφή, ο πόνος με έπιασε και ήρθα να σας δω.

- Καλά έκανες. Λέει αυτή.

Πηγαίνει αυτή στο τζάκι, γανώνεται  παντού, για να μπορέσει να ξεφύγει αν χρειαστεί.

- Τώρα αδερφούλη μου, λέει αυτή, θα σε φάω ή θα με φας!

- Ε αδερφή, αν είναι να με φας, να βγω έξω, να πλυθώ καλά! Κοίτα πως είμαι! Χάλια είμαι!

- Να πας αδερφούλη μου, λέει αυτή.

Ήθελε να έχει καιρό να τροχίσει τα δόντια της με το πριονάκι, μετά από τόσο φαγητό από το άλογο...

Βγήκε έξω αυτός. Πάει στην βρύση, την ανοίγει. Πετάχτηκε το νερό. Βρ βρ βρ βρ! Έβαλε τα περιστέρια στην κοπάνα και τα είπε να πλατσουρίζουν στο νερό. Μετά τα είπε ότι θα φύγει αυτός και αυτά να πετάξουν και να φύγουν μόλις βγει έξω αυτή, γιατί αυτή είναι ο διάολος. 

- Άντε αδερφάκι μου! Φώναξε αυτήν από μέσα.

- Τώρα-τώρα! Έλεγαν τα περιστέρια

- Ο αδερφός φεύγει. Βγαίνει έξω αυτή, βρίσκει τα περιστέρια. Πραφ! Τα περιστέρια έφυγαν. Έφτασαν το παιδί και του είπαν:

- Φεύγα γιατί ακούσαμε την κουβέντα που είπε ''Που θα πας θα σε φτάσω''

Φεύγει αυτός, μακριά. Από πίσω αυτήν τον κυνηγά. Πάει βρίσκει τρία δέντρα στην σειρά, το ένα κοντά στο άλλο. Ανεβαίνει στο πρώτο ψηλά. Πάει η αδερφή του να τον φάει. 

- Που θα πας θα σε φτάσω, του λέει.

- Αμ τώρα αφού με έφτασες θα με φας, λέει αυτός.

Άρχισε αυτή να κουνά το δέντρο, να το σπρώχνει, να πέσει κάτω. Έπεσε κάτω το δέντρο. Κοιτάει αυτήν στα φύλλα μέσα, τίποτα. Ο αδερφός μπήκε και κρύφτηκε στο δεύτερο δέντρο, στα κλαδιά και άρχισε να φωνάζει:

- Κότι Κο! Ασλάνη, Καπλάνη κι Πονηρό Σκυλί, γρήγορα να έρθετε εδώ.

...Τα λόγια έφτασαν μέχρι το μαντρί, όπου τα τρία άγρια ζώα φύλαγαν τα ζώα.

- Κάτι άκουσα, λέει η αλεπού, το αφεντικό μας ζητάει.

- Α, λέει ο λύκος με την αρκούδα, εμείς με μεγαλύτερα αυτιά και δεν ακούσαμε, άκουσες εσύ με μικρότερα!

- Ακούστε, το αφεντικό μας ζητάει, λέει η αλεπού!

Το παιδί άρχισε να φωνάζει πάλι:

- Κότι Κο! Ασλάνη, Καπλάνη κι Πονηρό Σκυλί, γρήγορα να έρθετε εδώ.

Κάτι ακούω, λέει η αρκούδα.

Φωνάζει πάλι αυτός:

- Κότι Κο! Ασλάνη, Καπλάνη κι Πονηρό Σκυλί, γρήγορα να έρθετε εδώ.

- Εμπρός να φύγουμε, το αφεντικό μας ζητάει.

Τρέχουν γρήγορα και φτάνουν στο αφεντικό. Βλέπουν την αδερφή του και ορμάνε.

- Φάτε την, λέει αυτός.

- Α λέει αυτήν, αν τα φάω, θα φάω κι σένα! Λέει στον αδερφό της. 

- Άμα τα φας, λέει αυτός, θα φας κι εμένα. Άμα σε φάνε, θα γλυτώσω κι εγώ.

Ορμάνε τα σκυλιά στο κορίτσι. Πάλεψε, πάλεψε αυτό με τα σκυλιά, απελπίστηκε. Ήταν δυνατά. Κατάλαβε ότι θα την φάνε.

- Πες στα σκυλιά, να σταματήσουν ένα λεπτό να σου πω τρεις κουβέντες και να με φάνε ύστερα.

- Σταματήστε, λέει αυτός στα σκυλιά, κάτι θέλει να μου πει!

- Άμα θα με φάνε, να μου αφήσουνε την καρδιά, λέει. Τα άλλα να τα φάνε. Την καρδιά να την κάψεις στο τζάκι στο δωμάτιο που κοιμάμαι εγώ. Θα ανάψεις φωτιά και θα την καψαλίσεις εκεί, να γίνει άμορφη μάζα, να γίνει στάχτη. Θα την πάρεις θα την κοσκινίσεις μέσα στη μέση στο μεσοχώρι. Θα βγει όλος ο κόσμος. Θα βγουν η μάνα μας και πατέρας μας, αυτοί οι δύο που έφαγα πρώτα. Και μετά θα βγει όλος ο κόσμος και τα πράγματα, και τα πρόβατα και τα ήμερα. Μέσα στο μεσοχώρι, θα βγουν όλα. Θα σου κάνουν καλό.

- Φάτε την, μονάχα την καρδιά να αφήσετε!

Την έφαγαν τα σκυλιά και άφησαν μοναχά την καρδιά. Τα σκυλιά έφυγαν μετά πίσω στα πρόβατα που φυλούσαν. Την πήρε αυτός την καρδιά, την καψάλισε, την έκανε στάχτη, την πήγε στο μεσοχώρι και την σκόρπισε. Βγήκε η μάνα του, βγήκε ο πατέρας του, βγήκε ο κόσμος όλος, βγήκαν τα ζωντανά όλα που είχε φάει το κορίτσι. Αρπάζουν το παιδί, τον σηκώνουν ψηλά, του λένε:

- Να καθίσεις εδώ που έκανες καλό!

- Όχι θα φύγω μάνα, της λέει, δεν κάθομαι θα πάω εκεί που είμαι. Πίστεψες τώρα αυτά που σου έλεγα;

- Πίστεψα παιδάκι μου! Διάολος ήταν το κορίτσι!

Ο κόσμος έλεγε να καθίσει, αλλά αυτός ήθελε να πάει πίσω στα πρόβατα του.

Και έγινε αυτό που ήθελε το παιδί.. 

Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.



Σημείωση:

Το παραμύθι στην πρωτότυπη έκδοση του βρίσκεται στο περιοδικό "Τρικαλινά" (Σωτήρης Ρουσιάκης/λαϊκά παραμύθια από το Μικρό Κεφαλόβρυσο-τόμος 28/2008) του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων (Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Τρικάλων).

Από μέρους μας έγινε προσπάθεια μιας πιο σύγχρονης απόδοσης, με σεβασμό, πάντα, στο αρχικό κείμενο.