ΑΡΧΕΙΟ

Εμφάνιση περισσότερων

Το τελευταίο παραμύθι από το Μικρό Κεφαλόβρυσο

 


Αυτό το κείμενο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο μας για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2022.

Το παιδί του ψαρά και το καλό ψάρι:


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς. Πήγαινε, μάζευε ψάρια. Τα πουλούσε και μεγάλωνε την οικογένεια του. Είχε ένα παιδάκι μοναχά. 

Πηγαίνει μια μέρα και πιάνει ένα ψάρι μοναχά, μεγάλο. Δεν είχε άλλα ψάρια στα δίχτυα.

- Έλα εδώ εσύ, του λέει του ψαριού ο ψαράς. Ένα; Ένα! Τουλάχιστον είσαι μεγάλο και θα κάνω δουλειά, θα βγάλω τα λεφτά μου.

Γυρνάει και μιλάει ανθρώπινα το ψάρι:

- Άσε με και κάθε μέρα που θα έρχεσαι στη θάλασσα θα παίρνεις ένα τόνο ψάρια να κάνεις την δουλειά σου. Με ένα ψάρι τι δουλειά θα κάνεις;

-Α μωρέ τα ψέματα τα δικά σου θα κάτσω να ακούσω!

Πάει να πιάσει το ψάρι και σπαρταράει το ψάρι, του τυφλώνει τα μάτια και πετιέται στη θάλασσα. Σηκώνεται ο παππούς πάει στο σπίτι.

- Βρε πατέρα τι έπαθες; Πώς είσαι έτσι; Ρώτησε το παιδί. 

- Α, παιδί μου με τύφλωσε ένα ψάρι!

- Μα πως σε τύφλωσε ένα ψάρι;

- Με τύφλωσε το ψάρι. Πήγα το έπιασα και μίλησε ανθρώπινα, κουβέντιασε ανθρώπινα. Και μου είπε, ένα ψάρι τι θα μου κάνει.  Θα μου δίνει ένα τόνο ψάρια κάθε μέρα, αρκεί μοναχά να το αφήσω να μπει μέσα στη θάλασσα. Και εγώ θέλησα να το πιάσω να το πάρω. Θα πας να το πιάσεις χωρίς να του πεις τίποτα. Θα το φέρεις να το ψήσω στα κάρβουνα να το φάμε. Με τύφλωσε! Το παιδί πήρε τα δίχτυα και πήγε στη θάλασσα. Το έπιασε το  ψαρί, το παιδί. 

- Άσε με. Λέει πάλι αυτό. Και θα παίρνεις ένα τόνο ψάρια κάθε μέρα.

- Εντάξει. Λέει το παιδί.

Μάζεψε ένα τόνο ψάρια. Πάει στο σπίτι. 

- Το έπιασες, παιδί μου; Λέει ο πατέρας. 

- Το έπιασα, λέει το παιδί, και το άφησα στη θάλασσα, πατέρα! Και είπε την κάθε μέρα που θα πηγαίνουμε θα μας δίνει από ένα τόνο ψάρια να παίρνουμε να κάνουμε τη δουλειά μας!

- Α τι έκανες! Το ψάρι αυτό με τύφλωσε!

- Πατέρα κάτσε καλά!

- Να σηκωθείς να φύγεις! Δε σε θέλω εδώ! Να φύγεις γρήγορα!

Τώρα το παιδί τι να κάνει; Σηκώθηκε, έφυγε σκεπτικό, στεναχωρημένο, άκρη άκρη στην ακροθαλασσιά. Α! Το ψάρι γίνεται άνθρωπος! Έγινε άνθρωπος, βγαίνει από τη θάλασσα! Πηγαίνει στην ακροθαλασσιά βρίσκει το παιδί και του λέει:

- Ε καλημέρα, καλόπαιδο! Τί κάνεις;

- Α εδώ γύρω, βόλτα.

- Μπα σε βλέπω στεναχωρημένο!

- Τι κάνω γέροντα; Στεναχωρημένος είμαι γιατί με κυνήγησε ο πατέρας μου!

- Γιατί σε κυνήγησε; Τί κακό έκανες;

- Δε τον άκουσα σε μια κουβέντα που μου είπε και τώρα με κυνηγάει. Το μετάνιωσα κι εγώ. Τώρα δε με θέλει στο σπίτι.

Του είπε την ιστορία για το ψάρι το παιδί.

- Αφού σε κυνηγάει ο πατέρας σου δεν έρχεσαι να ζήσουμε μαζί;

- Πού να πάμε;

Σηκώνονται πάνε σε μια πολιτεία. Άνοιξαν ένα καφενείο και ζούσαν εκεί. Μετά από δύο χρόνια, τρία, βλέπει στην εφημερίδα ο γέροντας μια αγγελία που λέει: ''Όποιος δουλέψει υπάλληλος σε εμένα του δίνω τρεις χιλιάδες το μήνα, ψωμί, φαγητό, ποτό και να δουλέψει για ένα χρόνο''. Τρεις χιλιάδες το μήνα ήταν πολλές!

- Βρε παιδί μου, κοίτα τη γράφει η εφημερίδα, λέει ο γέροντας. Είναι τρεις χιλιάδες το μήνα για ένα χρόνο, να τρως, να πίνεις, να δουλεύεις.

- Θα πάω εγώ! Λέει το παιδί.

Σηκώνεται το παιδί πηγαίνει βρίσκει αυτόν που είχε βάλει την αγγελία στην εφημερίδα και του λέει:

- Εσύ είσαι το αφεντικό που πληρώνει τρεις χιλιάδες το μήνα; Ένα χρόνο να είναι υπάλληλος στο σπίτι σας να δουλεύει;

- Ναι εγώ.

Το πήρε στη δουλειά! Έκατσε το παιδί και δούλεψε... Μετά από καιρό λέει το αφεντικό:

- Παιδί μου, σήμερα θα σαμαρώσεις σαράντα πουλάρια. ογδόντα τσουβάλια τροφή. Ψάρια, βρώμη, ψωμί, στάμνες με νερό.

Εντάξει τα μάζεψε το παιδί.. Ανεβαίνει καβάλα και πηγαίνει καραβάνι. Πήραν δρόμο μια ημέρα ολόκληρη...

Πάνε μέσα σε μια ερημιά μεγάλη. Μια στοά μεγάλη. Τους πήρε μια μέρα για να φτάσουν.

- Εμπρός, λέει το αφεντικό στο παιδί, μάζεψε τα τσουβάλια, μπες στη στοά και ό,τι υπάρχει μάζεψε το και γέμισε τα τσουβάλια μέχρι πάνω!

Πήγε το παιδί. Γέμισε τα τσουβάλια και τα έδεσε καλά. Είχε χρυσό εκεί στη στοά. Τα φόρτωσαν μαζί με το αφεντικό. Τα φόρτωσαν καλά τα πουλάρια. Έκατσαν. Έφαγαν ψωμί.

Αυτός έπαιρνε μια στάμνα με νερό και την έβαζε στη στοά και έλεγε του υπαλλήλου: ''Πήγαινε να φέρεις την στάμνα με το νερό''. Πήγαινε ο υπάλληλος να πάρει τη στάμνα με το νερό, αυτός τον έκλεινε μέσα με μεγάλη κοτρώνα μπροστά στην είσοδο. Πέθαινε ο υπάλληλος...  Του χρόνου άλλος υπάλληλος...

- Πάρε την στάμνα από μέσα να φύγουμε, λέει το αφεντικό στο παιδί.

Πηγαίνει το παιδί μέσα να την πάρει... Μπαμ η κοτρώνα! Το έκλεισε το παιδί μέσα!

- Βρε τί κακό έκανα; Βρε τί σου έκανα; Βρε άνοιξε την πέτρα!

Τίποτα! Έμεινε μέσα κλεισμένος. Μέσα στην στοά και η άλλη άκρη ήταν κλεισμένη από κοτρώνα. Και  εκεί ήταν ένας λύκος που πήγαινε και έτρωγε τα πτώματα. Πάει ο λύκος. Το παιδί ήταν ζωντανό ακόμα, δεν είχε πεθάνει. Πάει στο παιδί... Α!!! Ορμά! Φοβήθηκε το παιδί! Με τον φόβο που έκανε το παιδί, πάει ο λύκος να φύγει, πιάνεται απ'την ουρά του λύκου και τον παίρνει σβάρνα και βγάζει το παιδί έξω από την άλλη άκρη.

την ώρα που έβγαινε το παιδί έξω, σκέφτηκε ότι γέμισε τα τσουβάλια με αυτό το χώμα και έτσι έβγαλε τα χέρια και γέμισε τις τσέπες του από αυτό το χρυσό χώμα. Βγήκε το παιδί στην ερημιά. Τί να κάνει; Πώς να φύγει; Βλέπει ένα καράβι βαθιά πολύ. Βγάζει το πουκάμισο του το βάζει σε ένα ξύλο και αρχίζει να του κουνάει πέρα δώθε. Να τον δει κάποιος άνθρωπος από το καράβι

Τον βλέπει από το καράβι ένας ναύτης...

- Ε!!! Φωνάζει ο ναύτης.

- Τί; τον ρωτάει ένας άλλος.

- Άνθρωπος εκεί, εκεί μέσα στην ερημιά. Πώς να πάμε εκεί; Δεν μπορούμε να πάμε ως εκεί;

Βγήκαν όλοι οι ναύτες πάνω στο καράβι και έκαναν νοήματα στο παιδί.  Και έκανε και το παιδί. Και άντε προς τα εκεί το καράβι. Και άντε το καράβι προς το παιδί. Τον πήραν μέσα!

- Πού θέλεις να πας παιδί;

- Θέλω να πάω...εκεί.

- Εντάξει!

Το πήγαν εκεί που ήθελε. Την ώρα που έφευγε από το καράβι το παιδί, έπρεπε να πληρώσει...

- Δεν έχω τίποτα να σας πληρώσω. Αυτό το χώμα που έχω στη τσέπη θα σας δώσω!

Κοιτάει ο καπετάνιος... Χρυσός!

- Άμα μα έδινε ο κόσμος τέτοιο πράγμα, εμείς θα είμασταν πλούσιοι.. Αυτό είναι χρυσός!

- Δεν ξέρω, λέει το παιδί. Αυτό είναι χώμα. Εκεί που είμασταν με έβγαλε ο λύκος από μέσα. Αυτό το χώμα μάζεψα.

- Να πάμε να δούμε τι χώμα είναι αυτό στη στοά που έχει και χρυσό.

Πάει στον παππού μετά από δύο χρόνια. Μόλις τον είδε ο παππούς... Ο παππούς ήξερε που βρισκόταν το παιδί και τι έπαθε...

- Ήρθες παιδί μου!

- Ήρθα παππού!

- Τί έγινε, πέρασες καλά;

Δεν μαρτύρησε το παιδί τί έπαθε.

- Καλά πέρασα, καλά! Δεν έφερα τόσα λεφτά όμως.

- Δεν πειράζει παιδί μου, δεν πειράζει! Αυτά που έφερες.

- Του βγάζει το παιδί στο τραπέζι. Φραπ, φραπ! Τρία-τέσσερα σακούλια χώμα.

- Ε, ε θα κρατήσουμε το μαγαζί! Λέει ο παππούς.

Το κράτησαν το μαγαζί. Το έφτιαξαν μεγαλύτερο.  Τον άλλον τον χρόνο διαβάζουν στην εφημερίδα την ίδια αγγελία: ''Ποιος θέλει  δουλειά, θα του δώσω τρεις χιλιάδες λίρες το μήνα''...

- Θα πάω εγώ! Λέει ο παππούς.

- Όχι, παππού! Λέει το παιδί.

- Όχι εγώ θα πάω τώρα! Θα μπορέσω να κάνω την δουλειά αυτή. 

Σηκώνεται ο παππούς πάει εκεί.

- Καλημέρα αφεντικό! Λέει ο παππούς.

- Καλημέρα!

- Εσύ είσαι αυτός που πληρώνει τρεις χιλιάδες το μήνα;

- Εγώ είμαι! Θα μπορέσεις εσύ παππούς να βγάλεις την δουλειά πέρα;

- Ι!!! Ι!!! Λέει ο παππούς. Και εσένα ακόμα φορτώνω στην πλάτη μου.

Τέλος πάντων έκατσε καμιά εβδομάδα. Έπειτα το αφεντικό λέει στον παππού:

- Σήμερα, παππού, θα σαμαρώσεις σαράντα πουλάρια. ογδόντα τσουβάλια τροφή για τα πουλάρια, για εμάς και φύγαμε.

- Ναι, αφεντικό αλλά θέλω και εγώ να μου κάνεις μια δουλειά ακόμα. Θέλω να πάρεις ένα τουφέκι και πεντακόσια φυσίγγια!

- Τι θέλεις τόσα φυσίγγια, παππού; Πεντακόσια φυσίγγια!

- Δεν ξέρεις καμιά φορά τι θα βρούμε εκεί που θα πάμε!

- Και τί θα κάνεις εσύ, αφού είσαι γέροντας;

- Ας είμαι γέροντας, σκοτώνω! Κάνω πόλεμο εγώ!

Γέλασε εκείνος: ''Άσε, άσε! Ένας παππούς τώρα!'' Του παίρνει ένα τουφέκι, του παίρνει και 500 φυσίγγια! Πηγαίνουν... Φτάνουν στο μέρος.

- Εδώ είναι; Ρωτάει ο παππούς.

- Εδώ! Απαντά το αφεντικό.

- Εντάξει.

Φορτώνουν. Όλα καλά. Τα φόρτωσαν όλα τα πουλάρια. Έφαγαν ψωμί. Του λέει το αφεντικό:

- Παππού!

- Ε;

- Πήγαινε μέσα να πάρεις την στάμνα με το νερό.

- Γιατί να μην πας εσύ και να πάω εγώ; Να πας εσύ! Λέει ο γέροντας.

- Εγώ σε πληρώνω, σε έχω υπάλληλο! Εγώ θα πάω το αφεντικό;

- Εσύ να πας!

Σηκώνεται, πάει. Μπαμ με το τουφέκι ο παππούς. Τον κλείνει μέσα με την κοτρώνα.

Σηκώνεται ο παππούς πάει στο παιδί. Πηγαίνει με τα πουλάρια φορτωμένα χώμα χρυσό. Έφτιαξαν μαγαζιά, ολόκληρες πολυκατοικίες, τετράγωνα ολόκληρα.

- Τώρα παιδί μου κάναμε πολλά πλούτη. 

- Φτιάξαμε, παππού, αλλά δεν είναι δικιά μου η δουλεία, είναι δικιά σου.

- Α έχουμε συνεταιρισμό, τα έχουμε μαζί ένα!

- Καλά, παππού, όπως θέλεις εσύ.

- Τώρα θέλω να παντρευτείς εσύ. Να παντρευτείς όποια θέλω εγώ. Εντάξει;

- Εντάξει.

- Τώρα ανέβα σε ένα άλογο καλό και θα πας απέναντι από το παλάτι. Θα καθίσεις και θα έρθει ο λουστράκος... Θα έρθει ο λουστράκος, θα σου πάρει το άλογο, θα σου γυαλίσει τα παπούτσια. Εσύ και θα τον κεράσεις και την αμοιβή θα του δώσεις και γερό φιλοδώρημα. Μετά θα πάρεις μια εφημερίδα και θα πιείς έναν καφέ. Δε θα πάρεις ρέστα. Θα τα αφήσεις όλα στο παιδί. Και θα σε δει η βασίλισσα και θα σε θαυμάσει και θα σου δώσει την κόρη της.

- Την βασιλοκόρη, παππού;

- Την βασιλοκόρη. Θα την κάνεις γυναίκα σου!

 Έκανε το παιδί ό,τι του είπε ο παππούς. Πηγαίνει, κάθεται στο καφενείο, τον βλέπει η βασίλισσα, τον θαύμασε.  Τον είδε που ήπιε τον καφέ και δεν πήρε τα ρέστα. Πηγαίνει στον βασιλιά. Λέει του βασιλιά:

- Θέλω να βρούμε γαμπρό στη θυγατέρα.

- Πού να τον βρούμε;

- Δεν ξέρω. Να ψάξουμε να τον βρούμε! Ένα παλικάρι που να μην παίρνει ρέστα.. Έναν λεβέντη πάνω σε ένα άλογο. Έναν λεβέντη. Πρέπει να τον βρούμε!

Την άλλη μέρα τον έστειλε ο παππούς πάλι στο καφενείο. Πηγαίνει στο καφενείο.. Τον πλησιάζει η βασίλισσα. Τον ρωτά που από που είναι, την διεύθυνση του. Την έδωσε την διεύθυνση. Την άλλη μέρα έγινε το προξενιό! Παντρεύτηκε το παιδί την βασιλοπούλα.

Έκατσαν λίγο καιρό...

- Τώρα, λέει ο παππούς στο παιδί, θα χωρίσουμε. 

- Γιατί βρε παππού να χωρίσουμε;

- Θα μοιράσουμε όλη την περιουσία.

- Η περιουσία είναι δική σου!

- Α είπα κι ξανάπα. Περιουσία στη μέση. Θα τα μοιράσουμε όλα στη μέση. Όλα! όχι μοναχά τα μαγαζιά και το χρυσό!

- Όλα

- Θα μοιράσουμε και τη γυναίκα σου στη μέση!

Θα τη μοιράσουμε λέει το παιδί.

-Πάρε μια τριχιά!

Πήρε το παιδί μια τριχία.

- Δέσε την από τα ποδάρια

Την δένει την γυναίκα του από τα ποδάρια.

- Ρίξε την τριχιά πάνω στο δοκάρι της στέγης.

Την ρίχνει το παιδί.

- Τράβα την τριχιά και κρέμασε την! Θα την μοιράσουμε στη μέση τη γυναίκα σου, τώρα!

Την τραβάει την τριχιά το παιδί , την κρεμάει την γυναίκα του.

- Το σπαθί . Λέει ο παππούς. 

Η γυναίκα η κακούργα είχε φίδι μέσα στη κοιλιά. Αυτό γκρίνιαζε ολοένα τον άντρα της. Με το σπαθί ο παππούς... Ταγκ! Βγήκε το φίδι από το στόμα. Πετάχτηκε από το φόβο του. Του λέει ο παππούς:

- Άντε να ζήσετε! Αυτό που είχε μέσα η γυναίκα σου θα σου έτρωγε τα πνευμόνια, όλα τα χρόνια. Να ζήσετε! Εγώ είμαι ο Χριστός. Προκοπή να δείτε και πάντα πλούσιοι να είστε.

Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.



Σημείωση:

Το παραμύθι στην πρωτότυπη έκδοση του βρίσκεται στο περιοδικό "Τρικαλινά" (Σωτήρης Ρουσιάκης/λαϊκά παραμύθια από το Μικρό Κεφαλόβρυσο-τόμος 28/2008) του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων (Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Τρικάλων).

Από μέρους μας έγινε προσπάθεια μιας πιο σύγχρονης απόδοσης, με σεβασμό στο αρχικό κείμενο.