ΑΡΧΕΙΟ

Εμφάνιση περισσότερων

Μπήκαν οι κούκλες στο μουσείο

Εδώ και λίγο καιρό το λαογραφικό μουσείο Κεφαλόβρυσου κοσμείται από ομοιώματα γυναικείων και ανδρικών μορφών, ντυμένα με τις παραδοσιακές φορεσιές του τόπου.

Οι κούκλες είναι φτιαγμένες από έναν συνδυασμό από σφουγγάρι, σύρμα, διογκωμένη πολυστερίνη, αλουμινόχαρτο και χαρτοπολτό. Οι κορμοί τους είναι από παλαιότερες κούκλες βιτρίνας. Φυσικά χρειάστηκε πολύς κόπος, μεράκι και υπομονή για να υπάρξει αυτή η πλάση και η ένωση, ώστε να επιτευχθεί το συγκεκριμένο όμορφο αποτέλεσμα.

Οι στολές που φορούν είναι τοπικού χαρακτήρα. Η γυναικεία και η ανδρική φορεσιά των Καραγκούνηδων. 




Η γυναικεία Καραγκούνικη φορεσιά αποτελούταν από τον κεφαλόδεσμο, τη φανέλα με τα χερότια, το πουκάμισο, την τραχηλιά, τον χαμπλουσαγιά, τα καβαδομάνικα, το σαγιά, τις ποδιές, το ζωνάρι, τα τσιρέπια και τα κορδέλια.

Ο κεφαλόδεσμος σχηματιζόταν από τη σκούφια με το μανάκι και τον άσπρο τσαλμά. Ο στολισμός του κεφαλόδεσμου ήταν η αράδα με τα φλουριά. 

Η φανέλα με τα χερότια ήταν όμοια στο σχήμα με το πουκάμισο και τα μανίκια της και έφταναν μέχρι τον αγκώνα. Από τον αγκώνα μέχρι τον καρπό οι γυναίκες έπλεκαν τα χερότια.

Το πουκάμισο φοριόταν πάνω από τη φανέλα και έφτανε ως τους αστραγάλους, ενώ είχε κεντημένο σχέδιο στο γύρο του λαιμού, στην τραχηλιά και στα μανίκια. Τα μανίκια του πολλές φορές ήταν ξεχωριστά ραμμένα.

Η τραχηλιά φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και κάλυπτε όλο το στήθος ως τη μέση. 

Οι σαγιάδες στην καραγκούνικη φορεσιά ήταν δύο, ο χαμπλουσαγιάς (εσωτερικός) και ο χαρτζωτός (εξωτερικός). Ο χαμπλουσαγιάς ήταν όμοια ραμμένος με τον χαρτζωτό σαγιά και ήταν ελάχιστα κοντύτερος, ο οποίος με τη σειρά του ήταν ραμμένος με άσπρο, βαμβακερό, βουρνωτό ύφασμα Οι σαγιάδες, ιδιαίτερα, ήταν κεντημένοι από τους τερζήδες* της εποχής.

Τα καβαδομάνικα, ως πρόσθετα μανίκια ήταν πρόχειρα ραμμένα.

Το γιλέκι το φορούσαν οι γυναίκες πάνω από το σαγιά για να σφίγγει και να συγκρατεί το στήθος. Ήταν κοντό, πάνω από τη μέση, με μεγάλο άνοιγμα στην τραχηλιά.

Οι Καραγκούνες φορούσαν δύο ποδιές, τη μία πάνω στην άλλη. Το ζωνάρι που φορούσαν οι ανύπαντρες ήταν μάλλινο, πράσινο, υφαντικό. Μάλιστα έραβαν το ζωνάρι πάνω στο γιλέκι, στο πίσω μέρος του, για να το σφίγγει καλύτερα πάνω από το σαγιά. 

Τα μανικούλια έμπαιναν πάνω από τα καβαδομάνικα και τα τσερέπια ήταν πλεγμένες στο χέρι, άσπρες, μάλλινες κάλτσες που έφταναν ως το γόνατο και ήταν κεντημένες στις μύτες και στις φτέρνες με σκέτο, κόκκινο μαλλί.

Τα κορδέλια ήταν ένα είδος παντόφλας. Ήταν μαύρα με χαμηλό, χοντρό τακούνι.

Για την αντρική στολή πιο σύντομα να αναφέρουμε ότι αποτελούταν από το πουκάμισο, το γιλέκο (συνήθως μαύρο), το παντελόνι, το ζωνάρι, τα τσερέπια και τα παλιά χρόνια ως υποδήματα είχαν τα γουρνοτσάρουχα.

Η ιδέα και η δημιουργία των ομοιωμάτων ανήκει στην Ρούλα Σακελλαρίου, η οποία τα πρόσφερε στο πλούσιο από αντικείμενα, τοπικό μουσείο. Το μουσείο είναι μια ακόμη άξια προσπάθεια του δεινού συλλέκτη Θεόδωρου Καλογράνα. Ένας χώρος γεμάτος από αντικείμενα (όπως αυτές οι φορεσιές), τα οποία παράγουν αναμνήσεις και διηγούνται ιστορίες. Αναμνήσεις για τους παλιούς, ιστορίες για τους νέους. 

Οι κούκλες εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο έμπνευσης και δημιουργίας αυτών των δύο πρωτοπόρων ανθρώπων.

Άλλωστε και τα βιβλία τους ''Διπόταμος&Λέστινο-Γενέθλιος τόπος/Ρούλα Σακελλαρίου'' και ''Κεφαλόβρυσο-κοντά στις ρίζες/Θεόδωρος Καλογράνας'' αποτελούν, πλέον, σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία γνώσης καθώς και σταθερές ώθησης για περαιτέρω έρευνα. 


*Οι τερζήδες (terzi τουρκική λέξη που σημαίνει ράφτης), επάγγελμα το οποίο ασκούσαν μόνον άντρες. Ήταν οι ειδικοί ράφτες που κεντούσαν τις ελληνικές λαϊκές φορεσιές με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και υπομονή, χρησιμοποιώντας χρυσοκλωστές.