ΑΡΧΕΙΟ

Εμφάνιση περισσότερων

Ένα παραμύθι από το Μικρό Κεφαλόβρυσο

 


Αυτό το κείμενο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο μας για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2022.

Το Φιδόδεντρο

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάνα και ένας πατέρας. Αυτήν η μάνα είχε ένα παιδί. Ήταν φτωχιά η μάνα. Μάζευε από εδώ, μάζευε από εκεί.

- Βρε μάνα κάτσε καλά, μην κάνεις το ένα, μην κάνεις το άλλο.

- Όχι παιδί μου, πρέπει να σε μάθω πέντε γράμματα. Κάτι να γίνεις, να μην είσαι όπως είμαι εγώ με τα λάχανα.

Μάζευε, μάζευε, του έδινε ένα φράγκο του παιδιού. Τέλος πάντων το παιδί μεγάλωσε και έγινε κάτι σαν προφήτης. Τα καταλάβαινε όλα. Γνώριζε τι θα γίνει αύριο, τι θα γίνει τον άλλον χρόνο, όλα τα πράγματα.

Κάποτε πήγε σε ένα χωριό, βασιλικό χωριό. Εκεί ήταν μια γυναίκα που είχε ένα δέντρο στο σπίτι της, το φιδόδεντρο. 

Αυτή έβαζε στοίχημα με όλο τον κόσμο να της πει τι δέντρο είναι αυτό. Ένας της έλεγε πλάτανος, το έχανε το στοίχημα. Άλλος πάλι το ίδιο. Το έβαλε μέχρι και στην εφημερίδα: ''Όποιος βρει τι δέντρο είναι θα έχει χιλιάδες λίρες''. Πήγαινε ο κόσμος. Έλεγαν ''μήπως και το πετύχω...''.

Πέρασαν χρόνια, μεγάλωσε και το παιδί. Έμαθε για το στοίχημα και ήθελε να πάει. 

- Αχ παιδί μου, που θα πας τώρα μακριά, μη χαθείς. Εγώ ένα παιδί έχω. 

- Όχι μάνα, θα πάω, θα πάω.

Αφού επέμενε το παιδί, το άφησε η μάνα.

Το παιδί έφτασε και βρήκε το σπίτι.

- Καλημέρα. Εδώ είναι το σπίτι που λέει για τις λίρες;

- Ναι εδώ είναι. Εγώ έχω το δέντρο. Θα το βρεις το δέντρο εσύ;

- Ε, άμα το δω, θα το βρω. Δε ξέρω κιόλας.

Προχωράει...

- Αυτό το δέντρο είναι.

- Αυτό είναι φιδόδεντρο!

Το κατάλαβε. Το έχασε το στοίχημα η γυναίκα και όλη την περιουσία της. Μπήκε το παιδί μέσα στο σπίτι που ήταν σα παλάτι και πήρε όλα τα πράγματα. Η γυναίκα σηκώθηκε και έφυγε. Τώρα σκεφτόταν τρόπους πως να διώξει το παιδί.

Το παιδί ήρθε η ώρα να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί. Τότε αυτή η γυναίκα, που είχε το φιδόδεντρο, έβαλε την γυναίκα του παιδιού να τα φτιάξει με άλλον άντρα, κι όντως έτσι έγινε. Μάλιστα το παιδί έχασε το στοίχημα που έβαλε για το δέντρο, αφού η γυναίκα του το μαρτύρησε σε αυτόν τον άντρα, που παρίστανε τον φίλο του. 

- Εγώ το ξέρω το δέντρο αυτό.

- Τί δέντρο είναι;

- Φιδόδεντρο.

Σηκώθηκε και έφυγε το παιδί, έχασε το δέντρο, έχασε το σπίτι, ακριβώς όπως η γυναίκα τότε, καταλαβαίνοντας αμέσως ότι τον πρόδωσε η γυναίκα του. Τέλος πάντων το παιδί έφυγε, πήγε μακριά, πήγε σε άλλο κράτος.

Η μάνα η καημένη, δυσκολευόταν, ήθελε να μάθει για το παιδί της, που βρίσκεται και τι να κάνει. Ρωτούσε τον κόσμον όλον. Ταχυδρόμοι, τρένα, άλογα πήγαιναν και έρχονταν. Δε μπορούσε να βρει το παιδί.

Το παιδί πήγε σε έναν μάντη να του πει πως να μπορέσει να διώξει αυτό τον άντρα.

- Άμα δε σκοτώσεις τη γυναίκα σου, ο άντρας δε βγαίνει από μέσα.

- Με τί τρόπο να την σκοτώσω;

- Θα πάρεις το φίδι δεντροκαλιά, το φίδι σαϊτα και το φίδι σαπίτη. Αυτά τα τρία φίδια θα τα καλέσεις και θα τα πεις να πάνε να βγάλουν την γυναίκα έξω. Το φιδόδεντρο είναι από αυτά τα τρία φίδια καμωμένο, το έφτιαξε η άλλη γυναίκα. 

- Θα μου το κάνουν;

- Θα σου το κάνουν.

- Και πού πρέπει να πάω;

- Θα πας στον Όλυμπο και στον Κίσσαβο. Θα πας ψηλά στη κορυφή του ψηλότερου βουνού και θα πεις στα δύο βουνά αυτά: ''Θέλω την δεντροκαλιά, τη σαϊτα και τον σαπίτη''.

Πήγε, φώναξε και πραγματικά βγήκαν τα φίδια.

- Θέλω να σκοτώσετε την γυναίκα μου.

- Αυτήν τη γυναίκα δε μπορούμε να την πιάσουμε. Έχει αυτόν τον άντρα μέσα, τον Αράπη. Εσύ θα καθίσεις εδώ στη κορυφή τρεις ημέρες και εμείς θα πάμε να βρούμε την χελώνα την θαλασσινή να την ρωτήσουμε. Ό,τι μας πει αυτή θα το κάνουμε και θα έρθουμε να σου πούμε. Η χελώνα η θαλασσινή θα μας τα πει όλα.

Πάνε τα φίδια στη θάλασσα και έβγαλαν την χελώνα στην ξηρά.

- Πώς πρέπει να σκοτώσουμε την γυναίκα να μπει το παιδί μέσα;

- Θα πάρετε το μοσχοκάρυδο, θα πάρετε το κάστανο, θα πάρετε το λεπτοκάρυδο. Θα κάνετε τρεις στολές, χωρίς ραφή, χωρίς γαζί. Θα τις δείξετε στη γυναίκα και εκείνη θα τις ζηλέψει και θα ζητήσει από τον Αράπη να τις αγοράσει. Και ο Αράπης δε θα δώσει τα χρήματα και τότε η γυναίκα θα τον σκοτώσει μόνη της και θα ξαναγαπήσει τον άντρα που είχε, πρώτα.

Τα πήραν και τα έφτιαξαν ωραία φορέματα χωρίς ραφή και χωρίς γαζί. Τα φίδια έγιναν άνθρωποι και τα πήγαν στην γυναίκα.

- Ωραία φορέματα, φώναζαν.

Τα είδε η γυναίκα και πραγματικά τα ζήλεψε. Πήγε μέσα στον Αράπη, και του λέει:

- Θέλω να μου δώσεις λεφτά, να αγοράσω τα φορέματα.

- Πόσο έχουν; Λέει αυτός.

- Έχουν χίλιες λίρες. Λέει αυτή.

- Χίλιες λίρες! Ούτε πέντε δε σου δίνω!

Τότε νευρίασε αυτή και πήρε το κοντάρι και τον σκότωσε, όπως ήταν ξαπλωμένος.

Πάνε τα φίδια σε τρεις μέρες στο βουνό και βρίσκουν το παιδί.

- Ο Αράπης σκοτώθηκε και η γυναίκα σου κλαίει και ψάχνει να σε βρει. Θα πας στο σπίτι και θα ζήσεις καλά.

Τότε πάει εκείνος και βρίσκει τη γυναίκα του και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.



Σημείωση:

Το παραμύθι στην πρωτότυπη έκδοση του βρίσκεται στο περιοδικό "Τρικαλινά" (Σωτήρης Ρουσιάκης/λαϊκά παραμύθια από το Μικρό Κεφαλόβρυσο-τόμος 28/2008) του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων (Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Τρικάλων).

Από μέρους μας έγινε προσπάθεια μιας πιο σύγχρονης απόδοσης, με σεβασμό, πάντα, στο αρχικό κείμενο.