ΑΡΧΕΙΟ

Εμφάνιση περισσότερων

"Απ' τον Γκιτζή και τους μερτσιώτικους μπαξέδες, στις φάμπρικες της ξενιτιάς και την κεντρική Ευρώπη.."

Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο μας για πρώτη φορά την 19η Μαρτίου του 2022.


Εάν το Κεφαλόβρυσο έχει μερικούς λόγους για τους οποίους μπορεί να καυχιέται, αναμφίβολα, ένας από αυτούς είναι η περήφανη και αξιοπρεπέστατη παρουσία του στην "πονεμένη" ξενιτιά. Σίγουρα, κάποιος που δεν έχει ζήσει την ξενιτιά, όπως ο γράφων, δεν είναι ο καταλληλότερος, ούτε για να την περιγράψει, αλλά και ούτε για να επαινέσει αυτούς που τόλμησαν να μεταναστεύσουν. Πάραυτα, θα ήθελα με αυτό το μικρό αφιέρωμα, να αποδώσω ελάχιστο φόρο τιμής, σε όσους δεν δίστασαν να θυσιάσουν στον βωμό της προκοπής, της επιβίωσης και της εξέλιξης, την παρουσία τους στην ζεστή αγκαλιά της πατρίδας, παρότι , ο ξεριζωμός αυτός δεν αποτελεί ευχάριστη κατάσταση. 

Η σύγχρονη μεταπολεμική Ελλάδα έχει γνωρίσει -κατά τας γραφάς- , δύο κύματα μετανάστευσης προς το εξωτερικό. Ένα μετά την ολοκλήρωση του συντριπτικού για τις υποδομές της Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και ένα με την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η οποία τοποθετείται χρονικά, στις αρχές της τρίτης χιλιετίας και εγκαθιδρύθηκε ως δυσβάστακτος ζυγός στην ελληνική επικράτεια, κατά το έτος 2008. 

Στα δύο αυτά κύρια μεταναστευτικά κύματα, το Κεφαλόβρυσο πρωτοστάτησε, καθώς αρκετοί νέοι του, ανήσυχα και μη συμβιβαζόμενα πνεύματα, αποφάσισαν να λάβουν δραστικά μέτρα και να κινηθούν όπως η επιβίωση αλλά και η εξέλιξη τους, τους επέβαλλε. Όσον αφορά το κύμα της δεκαετίας του '50, οι προορισμοί ποικίλλουν: Γερμανία, Βέλγιο, Αμερική, Κολομβία, Καναδάς, Αυστραλία, Αίγυπτος, κλπ. Τα αίτια μετανάστευσης, λίγο-πολύ γνωστά. Οι συνθήκες ζωής στην αγροτική επαρχία αλλά και η εκτεταμένη υποαπασχόληση στον πρωτογενή τομέα, εξανάγκασαν αρκετούς Μερτσιώτες, όπως πολλούς Έλληνες, να εγκαταλείψουν την πατρίδα, ενώ, συν τοις άλλοις, η επιτυχία του φορντικού συστήματος οργάνωσης της εργασίας στην μεταπολεμική διχοτομημένη Γερμανία, το οποίο στην ουσία μετέτρεπε το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό σε γρανάζια μιας καλοκουρδισμένης μηχανής, μοντέλο που ανθούσε από την δεκαετία του '30 , απαιτούσε εργατικά χέρια. 

Οι συνθήκες αντίξοες. Στιβαγμένοι σε βαπόρια και τρένα οι Μερτσιώτες διέσχιζαν τον δρόμο της ξενιτιάς, μη γνωρίζοντας τι θα βρούνε μπροστά τους αλλά και το πότε θα ανταμώσουν την οικογένεια τους. Το παραδοσιακό τραγούδι, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι: "Τώρα στα ξεχωρίσματα, έλα γιε μου να φιληθούμε, γιατί έχουμε ζωή και θάνατο, ποιος ξέρεις αν θα ανταμωθούμε". 

Οι συνθήκες που αντιμετώπισαν οι Μερτσιώτες τον πρώτο καιρό τους στην ξενιτιά, δεν ήταν και οι καλύτερες δυνατές. Η συντηρητική συμπεριφορά των αυτοχθόνων που τους δέχτηκαν στην πατρίδα τους, τους έχει μείνει ανεξίτηλη στον νου, κατά τις μαρτυρίες. Βέβαια, η επιμέλεια που έδειξαν οι νεοφερμένοι και η νοικοκυροσύνη τους, γρήγορα τους ενέταξαν στο εργασιακό σύνολο. Η πρώτη γενιά μεταναστών, εργάστηκε κατά μεγάλη πλειοψηφία στον τομέα της βιομηχανίας. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, οι Μερτσιώτες δημιούργησαν το κομπόδεμά τους και αποκαταστάθηκαν επιτυχώς. Άνθρωποι με πειθαρχία και ευπρέπεια, κατάφεραν να προοδεύσουν, να σπουδάσουν τα παιδιά τους αλλά και να γίνουν το έρεισμα ώστε να εξελιχθούν σε σημερινούς επιτυχημένους επιχειρηματίες στην Γερμανία και αλλού. Χαρακτηριστικά, τα παιδιά των Μερτσιωτών ομογενών, στελεχώνουν τις κοινωνίες στις οποίες ζουν ως επιστήμονες, καθηγητές, δάσκαλοι, γιατροί, ενώ οι μερτσιώτικες επιχειρήσεις στο εξωτερικό, ολοένα εξελίσσονται και πληθαίνουν. 

Ένα μεγάλο κομμάτι της πρώτης γενιάς μεταναστών από το Κεφαλόβρυσο επέστρεψε ήδη στον τόπο που το γέννησε. Το αποτύπωμα του στο χωριό ολοφάνερο: μεγάλα περιποιημένα σπίτια, με πανέμορφους κήπους, τα οποία ο καθένας θα ζήλευε, και άνθρωποι με φιλότιμο, γενναιοδωρία και ευγένεια. Όλα αυτά αναμφίβολα οφείλονται στην νοικοκυροσύνη, την πειθαρχία και την μόρφωση που απέκτησαν στο εξωτερικό. 

Ευχή όλων θα ήταν τα πράγματα της ελληνικής κοινωνίας να "φτιάξουν" και να ευνοήσουν κάποτε την επιστροφή και των άλλων γενιών των μεταναστών, γεγονός που σίγουρα θα αναζωογονούσε το χωριό και κατ επέκταση την χώρα. Όσον αφορά το τελευταίο κύμα μεταναστών, αυτό του "2008" όπως χαρακτηρίζεται, σίγουρα δεν μπορούμε να πούμε πολλά, εξαιτίας του μικρού στα πλαίσια της ιστορίας χρονικού διαστήματος. Μπορούμε, ωστόσο, να τους στείλουμε την αγάπη μας και την συμπόνια μας. Οι επιτυχίες τους στον χώρο που εργάζονται, αλλά και η πρόοδος τους, προσδίδουν αύρα αισιοδοξίας στις σκέψεις μας για το μέλλον, διότι η επιστήμη της Ιστορίας, μας δίδαξε μετά πολλών παραδειγμάτων, ότι "η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει.." 

Αγαπημένοι μου, κουράγιο.. Το καλύτερο αύριο, χτίζεται από ανθρώπους με δύσκολο χτες... 


Κωνσταντίνος Μόρφος 

Φοιτητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ.