Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο μας για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2022.
Ζγκάρες (ή Ζιγκάρες) είναι λέξη που προέρχεται από το σλαβικό zgarec και ορίζεται ως κάτι που ξεραίνεται, ρίζα του οποίου είναι η παλαιοσλαβική λέξη sъgarъ (εξ'ου και η ονομασία Ζγκάρι) και σημαίνει φωτιά, όμως έχει και την παράλληλη εξήγηση της απώλειας μιας ιδιότητας. Η λέξη τυχαίνει αρκετές φορές να προσδιορίζει τόπο και όταν γίνεται αυτό τότε η μετάφραση αποδίδεται ως το υδάτινο σώμα που στεγνώνει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Κατά το πέρασμα των ετών ο όρος γενικεύτηκε και προσδιόριζε τους ξερούς τόπους, αυτούς που ήταν ανεπαρκείς σε πόρους νερού.
Η τοποθεσία στο χωριό μας αφορά το κομμάτι ουσιαστικά από το ύψος του γηπέδου ποδοσφαίρου ως τις γραμμές του τρένου. Μια μεγάλη έκταση η οποία καλλιεργείται κατά κόρον ενώ στο τομέα του τοπικού τοεβ χωρίζεται σε δύο τμήματα. Στο σημείο τοποθετείται και ο χείμαρρος Ντέλινος, ο οποίος μάζευε νερό όποτε έβρεχε.
Στα χρόνια τα παλιά, περίπου στη θέση που βρίσκεται σήμερα το γήπεδο υπήρχε ένα πηγάδι με πολύ νερό. Στο σημείο σταματούσαν τα καραβάνια απ' όλα τα όμορα χωριά για να ξεδιψάσουν τα ζώα (κυρίως πρόβατα), αφού υπήρχαν κοπάνες* ειδικά για τον λόγο αυτό. Νερό από το πηγάδι έπιναν και οι βοσκοί, οι χωρικοί και όλοι οι περαστικοί. Ένας μεγάλος πλάτανος χάριζε δροσιά με τη σκιά του. Το μέρος απέκτησε φήμη με την ονομασία ξηροπήγαδο καθώς επρόκειτο για ένα πηγάδι σε άνυδρη έκταση. Ωστόσο στη προκείμενη περιοχή με το κόπο και το μεράκι των κατοίκων, υπήρχαν καλλιέργειες.
Το ξηροπήγαδο στις Ζγκάρες θεωρείται και η αφετηρία της μυθικής γουρούνας μέχρι τις λάσπες του Γκιτζή. Το πηγάδι εγκαταλείφθηκε και σφραγίστηκε κατά τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου πολέμου καθώς ο συγκεκριμένος τόπος αποτέλεσε σημείο άγριων και αιματηρών συγκρούσεων.
Ζγκάρες, ένα ακόμη μερτσιώτικο τοπωνύμιο, ένα στοιχείο αναφοράς της φύσης με έντονο ανθρώπινο αποτύπωμα.
*κοπάνα: τετράπλευρη μακρόστενη λεκάνη, συνήθως ξύλινη, που την τοποθετούσαν κοντά σε πηγή αρτεσιανού ή ημιαρτεσιανού νερού. Εκεί έπλεναν τα ρούχα οι νοικοκυρές, εκεί πότιζαν τα ζώα.